Γιάννης Ρίτσος - Ακόμη ένας Άγιος


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΦΡΑΓΙΣΜΕΝΑ Μ' ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Ακόμη ένας Άγιος
Κιτρίνισαν τα δάχτυλά μου απ' τα πολλά τσιγάρα· Έτσι ήταν και τα δάχτυλα του πατέρα μου τον παλιό καιρό που 'χε πλούτη, αμάξια, υπηρέτες, κυνη­γετικά σκυλιά και άμετρη αλαζονεία. Μου ήταν αποκρουστικά, στα παιδικά μου χρόνια, τούτα τα κίτρινα δάχτυλα καθώς τα 'βλεπα να παίρνουν από μια πέτσινη σακούλα ψιλοκομμένο καπνό, να τον τοποθετούν πάνω σε τσιγαρόχαρτο, να στρίβουν τσιγάρο, να φέρνουν το τσιγαρόχαρτο στα χείλη του και να το σαλιώνει με την άκρη της γλώσσας του, περνώντας το δυο τρεις φορές μαλακά μπροστά στα χείλη του σα να 'παίζε μιαν άηχη φυσαρμόνικα, κι αυτή η τρυφερή κίνηση μου φαινόταν ανάρμοστη για την υπεροπτική μορφή του πατέρα. Δε μ' άρεσαν καθόλου τα κιτρινισμένα δάχτυλά του, παρ' ότι τα χέρια του, όπως κι όλης της φαμίλιας (κι αυτό δεν μπορούσα να το αρνηθώ), ήταν πολύ ωραία, φίνα, μακροδάχτυλα, λεπταίσθητα, σχεδόν διάφανα. Αργότερα, όταν σπατάλησε όλη την περιουσία του στα χαρτιά, στα γλέντια, στα ταξίδια, στις πολυτέλειες, αλλά και στις αρρώστιες του αδελφού μου και της μητέρας, έκοψε το τσιγάρο — έτσι είπε· όμως εγώ, ένα βράδυ, λίγο πριν φύγουμε για το Γύθειο, τον είδα στην πλατεία του Ελκομένου να περπατάει πέρα δώθε καταμόναχος και μια στιγμή να σκύβει, να μαζεύει από χάμου ένα μεγάλο αποτσίγαρο και να το χώνει στην τσέπη του. Εμένα δε με είδε· ήμουνα πάνω στο καμπαναριό όπου μού άρεσε ν' ανεβαίνω και να κοιτάω από ψηλά τη θάλασσα και τα περαστικά καράβια, όπως μ' άρεσε το ίδιο ν' ανεβαίνω και στο φάρο. Δεν του είπα τίποτα· ούτε σε κανέναν είπα λέξη. Από τότε η κιτρινάδα στα δάχτυλά του δε μου ήταν πια αποκρουστική· ήταν μια κιτρινάδα λυπημένη όπως η χλωμάδα στο πρόσωπο των φτωχών, των πεινασμένων.
Όταν η αδελφή μου τον έφερε στην Αθήνα, του αγόραζε (κρυφά απ' τον άντρα της) κανένα πακέτο τσιγάρα, του πήγαινα κι εγώ πότε πότε κι ο πατέρας τα 'κρύβε κάτω απ' το προσκέφαλο του κι έπαιρνε σε αραιά διαστήματα κανένα και το κάπνιζε προσεχτικά, με θρησκευτική κατάνυξη και με κάποια ντροπαλοσύνη. Ο άντρας της Νίνας, ο Χρίστος, παλιός καραβανάς της χωροφυλακής, βασιλόφρων ως το μεδούλι, διωγμένος επί Παγκάλου, τώρα συνταξιούχος με το βαθμό ταγματάρχη, δικηγορώντας σε κάτι μικροϋποθέσεις στο Πρωτοδικείο, βγάζοντας κάμποσα με κομπίνες και καθαρευουσιάνικες ψευτοϋποσχέσεις στους επαρχιώτες πελάτες του, ομορφάντρας, δυο μέτρα μπόι, κούφιος και επιβλητικός, είχε αρχίσει να γκρινιάζει την αδελφή μου: «Τί τόν κουβάλησες το γέρο δω μέσα; μου γυρίζουν τ' άντερα να τον βλέπω το χαραμοφάη· σα βρυκόλακας είναι». Η αδελφή μου έφερνε ικετευτικά το δάχτυλο της στα χείλη της μην ακούσει ο πατέρας. Ο Χρίστος όμως το χαβά του: «Ν' ακούσει· κι αν τού 'μείνε μια στάλα φιλότιμο να μας αδειάσει τη γωνιά». Κι ο πατέρας άκουσε και παρακαλούσε τη Νίνα: «Πήγαινέ με, κόρη μου, πίσω στη Μονοβάσια, στο σπίτι μας, να πεθάνω ήσυχος, να μη σε βάζω σε μπελάδες με τον άντρα σου και σου χαλάσω τη ζωή». Κι η Νίνα: «Πώς να σ' αφήσω μονάχο; ποιός θα σε κοιτάξει; μη δίνεις σημασία, μπαμπά, στο Χρίστο· θα του περάσει». Τότε ο πατέρας άρχισε πάλι να μην τρώει τίποτα. Μόνο νερό έπινε. Βημάτιζε πέρα δώθε στο υπόγειο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, κοιτάζοντας κάπου πέρα, μακριά. Το πιάτο του στο τραπέζι ανέγγιχτο παρ' όλα τα παρακάλια της Νίνας. Άρχισε να μην κοιμάται. Όλη τη νύχτα πηγαινορχόταν ξιπόλητος στο δωμάτιο ή κάποτε, κατά το μεσημέρι, την ώρα του φαγητού, πλάγιαζε στο κρεβάτι, κουκουλωνόταν με την κουβέρτα ως πάνω στο κεφάλι κι έμενε ώρες ολόκληρες ακίνητος σαν ξυλιασμένος, σα νεκρός. Είχε πολύ αδυνατίσει και χλωμιάσει. Απόμακρος, μόνος, αγιασμένος· μόνο που η γλυκιά καλοσύνη μες στα μάτια του φαινόταν τώρα θλιμμένη και κάπως θυμωμένη. Δε μιλούσε πια. Ήταν όλος μια απουσία. Φώναξαν γιατρό. Ο πατέρας δεν έβγαλε λέξη. Ο γιατρός είπε κάτι στη Νίνα για «αρνητισμό», για ανάγκη «άμεσης νοσοκομειακής περίθαλψης». Την άλλη μέρα, εγώ κι η Νίνα, βάλαμε τον πατέρα (έτσι με τη νυχτικιά του και τις παντόφλες του) σ' ένα ταξί και τον μεταφέραμε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο. Πήραμε και τη βαλίτσα με τα ρούχα του και λίγα τρόφιμα και φρούτα. Σ' όλη τη διαδρομή ο πατέρας ήσυχος κι αμίλητος. Τα μάτια του μόνο είχαν διασταλεί σα να του ήταν όλα άγνωστα, ακόμη και μείς τα παιδιά του. Όταν φτάσαμε κι ανεβήκαμε τη σκάλα και καθίσαμε σ' έναν ξύλινο πάγκο στο χωλ, έξω απ' το θάλαμο που θα 'μενε ό πατέρας, μας έφτασε το βουητό κι οι φωνές των τρελών απ' τα κλεισμένα δωμάτια. Άγριοι, γεροδεμένοι νοσοκόμοι περνοδιάβαιναν. Ή Νίνα έκλαιγε σιωπηλά. Ο πατέρας, σαν μόλις εκείνη τη στιγμή να κατάλαβε πως ήμαστε κι εμείς μαζί του, πήρε το χέρι της Νίνας, την κοίταξε τρυφερά κι είπε «ευχαριστώ, παιδί μου». Ή Νίνα ξέσπασε σε δυνατότερο κλάμα· «μου λες, μπαμπά, ευχαριστώ που σ' έφερα σ' αυτήν την κόλαση;». Ο πατέρας χαμογέλασε και ξανάγινε πατέρας μας, πιο πολύ πατέρας μας. Ήρθε μια νοσοκόμα και τον πήρε να τον οδηγήσει στο κρεβάτι του. Εμάς δε μας άφησαν να μπούμε στο θάλαμο. Μπροστά στην πόρτα του φιλήσαμε το χέρι και φύγαμε. Κάτι πολύ σκληρό και άμορφο, σα σκοτεινό άσπρο, έμεινε μέσα μου από κείνη τη μέρα. Πήγαινα πότε πότε και τον έβλεπα. Τού 'φερνα τίποτα μπισκότα και τσιγάρα. Ο πατέρας μού 'λεγε: «Μην ξοδεύεσαι, παιδί μου· δεν καπνίζω τώρα πολύ· τα κόβω και στη μέση, τα καπνίζω, να, με τούτη την πίπα». Μου την έδειξε με κάποιο καμάρι — μια ξύλινη πίπα, ομορφοσκαλισμένη. Έκοψε ένα τσιγάρο στα δυο κι έβαλε το μισό στην πίπα. «Πού τη βρήκες;», τον ρώτησα. «Μου τη χάρισε ο φίλος μου ο Στέργιος· μόνος του την έφτιαξε· πολύ επιδέξιος· σ' όλα τα καταφέρνει· ό,τι θέλεις φτιάχνει· καλό παιδί· γίναμε φίλοι· με βοηθάει· με ξυρίζει με το ξυ­ράφι του· σα φτερό το χέρι του· έχασε κι αυτός τη γυναίκα του· έχει μια κόρη, την Αννούλα· έρχεται συχνά και τον βλέπει· καλή, πολύ καλή, σαν τη Νίνα μας· στάσου να τον φωνάξω, να σ' τον συστήσω». Σηκώθηκε και μπήκε στο θάλαμο. Ο πατέρας ήταν τώρα γαλήνιος, γλυκομίλητος, σχεδόν χαρούμενος — ίσως απ' αυτήν την καινούργια φιλία. Ξαναγύρισε μ' έναν άντρα καμιά σαρανταριά χρονώ, ψηλόν, μελαχρινόν, όμορφο, με πολύ μεγάλα καταγάλανα μάτια, μελαγχολικά κι αφηρημένα. Μου 'δωσε το χέρι του, εντοπίζοντας για πρώτη φορά το βλέμμα του στο πρόσωπο μου σα να 'ψάχνε να βρει σ' εμένα κάποια ομοιότητα με τον πατέρα μου. Δεν είπε τίποτα. Γύρισε και κοίταξε τον πατέρα και του χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι ο πατέρας σα να 'χαν συνεννοηθεί οι δυο τους για κάτι που αφορούσε κι εμένα. Ο πατέρας του πρόσφερε τσιγάρο. Εκείνος τό 'κοψε στη μέση, έδωσε πίσω το μισό στον πατέρα, έβαλε το μισαδάκι στην πίπα του, όμοια σχεδόν μ' εκείνη πού 'χε χαρίσει στον πατέρα μου, έδωσε φωτιά με το τσακμάκι πρώτα στον πατέρα, που κι αυτός το 'χε τοποθετήσει στην πίπα του, κι άρχισαν να καπνίζουν σιωπηλοί, αφήνοντάς με έξω απ' τη συντροφιά τους. Δεν ήξερα πια τί να κάνω. Έκοψα κι εγώ ένα τσιγάρο στα δυο, άφησα το μισό στο κουτί και τ' άλλο μισό τό 'φερα στο στόμα μου. Τότε ο Στέργιος έβγαλε απ' την τσέπη της πιτζάμας του μια καινούργια σκαλιστή πίπα και μου την έδωσε. Έβαλα το τσιγάρο στην πίπα· ο Στέργιος βιάστηκε να μου δώσει φωτιά με το τσακμάκι του· καπνίζαμε ήσυχα κι οι τρεις κι ένιωθα πως με είχαν μπάσει στη συντροφιά τους. Απ' τους θαλάμους και τ' αποχωρητήρια έφταναν άγριες κραυγές, κάποιος ούρλιαζε, ίσως έδερναν κάποιον μανιακό, δυο νοσοκόμοι έσερναν στα πλακάκια έναν νέον ξεβράκωτον για την απομόνωση, θόρυβοι κι άξαφνες σιωπές και πάλι κρότοι από σιδερικά και πιατικά, κι εμείς οι τρεις στο χωλ, στον ξύλινο πάγκο, σαν τρεις ακύμαντες κηλίδες λάδι σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Έφυγα ήσυχος, αφήνοντας τον πατέρα στην προστασία και στη φιλία του Στέργιου. Σε λίγες μέρες ξαναπήγα. Ο πατέρας μου είπε: «Μην ξοδεύεσαι, παιδί μου, μη μου φέρνεις καθόλου μπισκότα· δεν τα τρώει ο Στέργιος· ούτε τόσα τσιγάρα· καλύτερα να μου 'φερνες (εδώ δίστασε λίγο), καλύτερα κουβάρια άσπρη κλωστή». Εγώ για μια στιγμή φοβήθηκα πως τα 'χασε πάλι ο πατέρας. «Και τί τις θέλεις τις άσπρες κλωστές;». «Να, γιέ μου, για να πλέκω καμιά δαντέλα να περ­νάει η ώρα μου· πλέκει κι ο Στέργιος· αυτός μ' έμαθε· κι αυτός είχε μάθει στη φυλακή που ήταν χρόνια μέσα γιατί 'ταν λέει αριστερός. Σ' όλα τα καταφέρνει ο Στέργιος· χρυσοχέρης· και χρυσή καρδιά». «Και τί τις κάνετε, πατέρα, τις δαντέλες;». «Για τα προικιά της 'Αννούλας, της κόρης του. Μακάρι να την έπαιρνες εσύ· τέτοιο κορίτσι —». Σώπασε. Χαμήλωσε τα μάτια. Με μια συνεσταλμένη κίνηση έβγαλε κάτι απ' την τσέπη της πιτζάμας του. Το άπλωσε στο γόνατο μου. Ένα δαντελένιο πετσετάκι, στρογγυλό, ένας κύκλος από μαργαρίτες. «Τι όμορφο που είναι· — είπα — εσύ το 'πλεξες;». «Εγώ· με τα ίδια μου τα χέρια», και κοίταξε τα χέρια του, λεπτά, όμορφα ακόμη, με τα μακριά του δάχτυλα ευγενικά κιτρινισμένα απ' τα τσιγάρα. «Για σένα το 'πλεξα· να το βάλεις στο τραπέζι σου ν' ακουμπάς πάνω του τ' ανθογυάλι». Στο πρόσωπο του ήταν χυμένη μια κοριτσίστικη ντροπαλοσύνη και κάποια γλυκύτατη περηφάνια. Είχε γνωρίσει, αυτός που ποτέ στη ζωή του δε δούλεψε, είχε γνωρίσει τη χαρά να φτιάχνει κάτι με τα ίδια του τα χέρια — κι ίσως αυτό να 'ταν η μεγαλύτερη χαρά της ζωής του, κι ίσως αυτό να συγχωρούσε μπρος στα μάτια του τα πολλά λάθη του και τον παλιό εγωισμό του. Και σα να μην ήξερε πώς να δικαιολογηθεί γι' αυτή του τη χαρά και την τρυφερότητα, είπε: «Βλέπεις; με ξύρισε και σήμερα ο Στέργιος». Δίπλωσα το πετσετάκι σα να δίπλωνα τ' άγια των άγιων, το 'βαλα με σεβασμό στην τσέπη μου, κρατώντας τεντωμένα τα μάτια μου για να μη δακρύσουν. «Σ' ευχαριστώ, πατέρα· σ' ευχαριστώ». Μου χαμογέλασε το πιο ουράνιο χαμόγελο, σαν εκείνο της θείας Ευγενίας, και χωρίσαμε. Χωρίσαμε για πάντα. Σε μια βδομάδα με ειδοποίησαν πως είχε πεθάνει. Τρέξαμε. Ο Στέργιος τού 'κλείσε τα μάτια. Έκλαιγε. Δεν είχαν με τι να τον ντύσουν. Του 'χαν κλέψει τη βαλίτσα με τα ρούχα του. Έφερα το μπλε μου κοστούμι. Τον φρόντισαν δυο καλές νοσοκόμες. Ρίξαμε λίγα λουλούδια στο φέρετρο του. Τ' άγιο λείψανο χλωμό, γαλήνιο, ησυχασμένο, μέσα στο μπλε μου κοστούμι, σα να κήδευα ένα κομμάτι απ' τον εαυτό μου. Πίσω απ' τη νεκροφόρα τον συνοδεύαμε μ' ένα ταξί, τρεις άνθρωποι, εγώ, η Νίνα κι η θεία Ευρυδίκη. Ήθελε να 'ρθει κι ο Στέργιος, μα δεν τον άφησαν. Είχε προφτάσει ωστόσο κι είχε βάλει στο νεκρικό του μαξιλάρι μιαν όμορφη δαντέλα. Έτσι έφυγε ο πατέρας. Στο κοιμητήρι, στον τάφο του, στήσαμε έναν φτωχό ξύλινο σταυρό με τ' όνομά του. Πάνω στο γραφείο μου μένει για πάντα το μεγάλο δώρο του πατέρα — το δαντελένιο πετσετάκι του με τις μικρές μαργαρίτες. Εκεί που γράφω, το κοιτάω, τον θυμάμαι, θυμάμαι το χρέος μου για ένα ά ν τ ί δ ω ρ ο: να φτιάξω την εικόνα του, να την κρεμάσω στο Εικονοστάσιο των Ανωνύμων Αγίων, να καίω κάπου κάπου σα λιβάνι στα καρβουνάκια που άφησε η πίκρα των ματιών του, να καίω κάποιους στίχους, να του ανάβω ένα φτηνό μελισσοκέρι για να βλέπει να πλέκει, εκεί στον Άλλο Κόσμο, μιαν αμάραντη δαντέλα, να συνεχίζει ταπεινά κι υπομονετικά τη μεγάλη ε ρ γ α σ ί α της αγάπης που τού 'μαθε ο φίλος του ο Στέργιος. Αχ, να μπορούσα να 'φτιαχνα κι εγώ ένα τέτοιο πετσετάκι και να το ακουμπούσα σεμνά στο γόνατο του γιου μου του Κόσμου, για να 'χω το δικαίωμα να ψιθυρίσω «νυν απολύεις τον δούλον Σου, Κύριε». Και τρεις μέρες τώρα, με τρεμάμενο χέρι, με αδέξιες γραμμές (συγχώρεσέ με, πατέρα), χαράζω με κιτρινισμένα απ' τα τσιγάρα δάχτυλα, ωχρή, πολύ ωχρή την εικόνα σου, μες στο δικό μου μπλε κοστούμι, δίχως φωτοστέφανο, μόνο με λίγες ταπεινές μαργαρίτες πλεγμένες ευλαβικά με τα ίδια σου τα χέρια. Ο Άγιος Ελευθέριος Δημητρίου Ρίτσος.
ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, 27, 28, 29, 30. VII.84

Δώρο, από τον καλό μου φίλο και "μακρινό ξάδερφο", Στράτο. Περιέχεται στον 7ο τόμο της σειράς, με επιμέρους τίτλο: Σφραγισμένα μ' ένα χαμόγελο
Το ρούφηξα απνευστί και μου άφησε όλη αυτή τη γλύκα της γραφής του μεγάλου μας ποιητή.
Ήταν και το "ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, 27, 28, 29, 30. VII.84" στο τέλος, που με έσπρωξε να το ανεβάσω εδώ στο Μπάλο και να το μοιραστώ μαζί σας.
Δεν άλλαξα τίποτα στην εικόνα του κειμένου, προκειμένου να αποδώσω όσο πιο πιστά μπορούσα τη δύναμη, τη μυρωδιά και την αισθητική από το πρωτότυπο. 



Στο τεράστιο-πολύτομο, σχεδόν τελευταίο έργο του Γιάννη Ρίτσου, «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων», περιλαμβάνονται τα «πορτρέτα» και οι θαυμάσιες προσωπογραφίες της μητέρας του, του πατέρα του, των αδελφών του, των θείων του, των πιο κοντινών του φίλων (όπως του Πέτρου και του Αλέκου, ο οποίος μοιάζει πολύ με τον Τάσο Λειβαδίτη), ενώ μερικές από τις πιο τρυφερές εικόνες του όλου έργου είναι εκείνες που μας δίνει ο ποιητής για τη σύζυγό του, τη Φαλίτσα Γεωργιάδου. 
πηγή ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Κυριακή 12 Νοέμβρη 2000 (ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ") - μικρό επεξεργ. απόσπασμα -

2 σχόλια

  1. Τα ίδια συναισθήματα προκάλεσαν και σε μένα όλα αυτά που γράφει ο μεγάλος μας ποιητής, ξάδερφε!
    Να 'σαι καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συγκλονιστικό κείμενο, έχω δάκρυα στα μάτια...
    Ευχαριστώ κι εσένα και τον Στράτο μας, που μας χαρίζετε τέτοια μικρά αριστουργήματα!

    ΥΓ. Και τώρα θα απαντήσω Γιώργο στις ερωτήσεις σου :) Έχουν μείνει μερικά άγνωστα μέρη στην Ιταλία, είναι αρκετά μεγάλη και δεν νομίζω πως θα την γνωρίσω όλη. Πηγαίνουμε στα κυριότερα, στα πιο γνωστά, τα πιο όμορφα. Επίσης, σχετικά με τις φωτογραφίες μου, τις περνάω πρώτα στο κομπιούτερ μου, τις φακελώνω και μετά κάνω αναρτήσεις στον Blogger.
    Καλή εβδομάδα και καλή σου μέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αρχική σελίδα