ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ


Στη Χώρα όπως και στους Μυτιληνιούς της Σάμου βρίσκουμε και τους τρεις τύπους του Σαμιώτικου σπιτιού, που φαίνεται πως υπάρχουν σε όλα τα χωριά του νησιού:
Το απλό τυπικό νησιώτικο σπίτι, που εδώ περιγράφουμε, το εξελιγμένο και κάπως πλουσιότερο τύπο, τις κατοικίες, και το αρχοντικό, τον πύργο.
Το απλό μονόσπιτο της Σάμου έχει σχήμα ορθογώνιο. Αποτελείται τις πιο πολλές φορές από δύο πατώματα, το ανώι και το κατώι.
Το κατώι είναι ένα ισόγειο ή υπόγειο, σκοτεινό και απεριποίητο, που χρησιμεύει για αποθήκη στα πιθάρια, κιούπια και βαρέλια του λαδιού και του κρασιού, τα σκαφίδια και διάφορα άλλα οικιακά σκεύη και τις σοδειές.  Το κατώι το λένε συχνά βαρκαρέτζο και δεν συγκοινωνεί με το ανώι παρά μόνο εξωτερικά. Μπαίνει κανείς στο ανώι ή απευθείας από τον δρόμο, αφού ανέβει μερικά πέτρινα σκαλάκια (σπίτι Χώρας), ή μέσα από μικρή αυλή, όπου κάτω από τις πέτρινες σκάλες του είναι η πόρτα του κατωιού (Μυτιληνιοί). Οι σκάλες του ανωιού μας φέρνουν σε ένα χαγιάτι με τόξα, που τόσο συνηθίζεται στα σπίτια της Σάμου του κάθε τύπου, και χρησιμεύει για να προστατεύει την πόρτα του σπιτιού από τον ήλιο και τα νερά της βροχής. Στα χωριάτικα σπίτια το χαγιάτι χρησιμοποιείται συχνά το καλοκαίρι και για τον ύπνο.




Το ανώι, το καθαυτό σπίτι, είναι μια καμάρα αρκετά μεγάλη, με διαστάσεις 5,00 Χ 3,30 ή 8,00 Χ 3,30 μ. και ύψος 2,5μ., χωρισμένη σε δύο χώρους, ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα οι πολλαπλές ανάγκες της κατοικίας. Τα δυο τμήματα είναι άνισα και ανισοϋψή με χώρισμα που φτάνει περίπου ένα μέτρο πάνω από το πάτωμα. Το μεγαλύτερο τμήμα, με διαστάσεις 2,40 Χ 3,3 ή 5,60 Χ 3,30 μ., το λένε σπίτι ή παραστιά και πήρε το δεύτερο αυτό όνομα από το τζάκι που βρίσκεται εκεί.   Το μικρότερο, στο πίσω μέρος (2,65 Χ 3,30 ή 2,75 Χ 3,30 μ.) είναι ένα πατάρι, υψωμένο όπως είπαμε ένα μέτρο περίπου πάνω από το πάτωμα, που πιάνει όλο το βάθος της καμάρας και λέγεται αμπάρι ή σοφάς. Κάτω από αυτό το πατάρι είναι η αποθήκη του καρπού, των κρεμμυδιών κ.λπ., το αμπάρι, που ξεχωριστά λέγεται και αμπατάρα. Το αμπάρι άλλες φορές είναι ανοιχτό μπροστά και άλλες κλείνεται με σανίδες που σχηματίζουν σε ορισμένη θέση μικρή πορτούλα για την είσοδο.
Ο σοφάς είναι το ψηλότερο μέρος της καμάρας όπου κοιμάται η οικογένεια. Στα παλαιότερα χρόνια φαίνεται πως σοφάς λεγόταν μονάχα ένα πλατύ και ευρύχωρο κάθισμα τοποθετημένο πάνω στο πατάρι του αμπαριού, που χρησίμευε κυρίως για την υποδοχή των ξένων. Ο σοφάς ήταν πάντα στρωμένος με όμορφα χράμια και μαξιλάρια. Απ αυτό ονομάστηκε με τον καιρό ολόκληρο το πατάρι σοφάς.  Άλλοτε ήταν πλούσια στολισμένος με ξύλινα κάγκελα όπου έριχναν οι γυναίκες τα ολοκέντητα μεσάλια και άλλα υφάσματα, που χρησίμευαν και για να τις κρύβουν, όταν οι άντρες γλεντούσαν στο άλλο μέρος της καμάρας, την παραστιά.
Στο πατάρι τοποθετούν κασέλες  με τα πολύτιμα αντικείμενα και το ρουχισμό του σπιτιού,  καναβέτες – μικρότερες κασέλες για το ρακί και τα ποτά – και σε μια γωνιά τον απαραίτητο γιούκο όλης της Ελλάδας, που εδώ λέγεται θέση (σημ. ή θεσά) όπως και στην Μυτιλήνη. Η θέση αλλάζει ονομασίες κατά τόπους, αλλά δεν λείπει από κανένα Ελληνικό σπίτι και κυρίως από εκείνα που έχουν σοφά. Γιατί πάνω σε αυτόν στρώνουν τη νύχτα τα στρώματα, τις καρπέτες, τα χράμια, τα σεντόνια, που τους χρησιμεύουν για τον ύπνο. Όλα αυτά την ημέρα τα σηκώνουν για να κάνουν τη θέση,  δηλαδή το γιούκο.
Τα περίσσια όμως κλινοσκεπάσματα τα τοποθετούν στη μησάντρα, που και αυτή όσο ξέρουμε, δεν λείπει από κανένα σπίτι. Στο απλό σπίτι που περιγράφουμε η μησάντρα, είναι ένα απλό ντουλάπι με ράφια, που άλλες φορές είναι χωνευτό στον τοίχο και άλλες φορές προεξέχει. Τοποθετείται πότε επάνω στο σοφά και πότε στο κυρίως σπίτι, κοντά στην παραστιά, είναι ανοιχτή μπροστά, σκεπασμένη με ένα ριχτό σεντόνι, και τότε λέγεται παναθύρα.
Στο σοφά ανεβαίνουν πότε με τρία ή τέσσερα πέτρινα σκαλάκια που έχουν πλάτος 50 πόντους και πότε από τον πάγκο, που πιάνει όλο σχεδόν το μάκρος του αμπαριού κι ευκολύνει την ανάβαση στο σοφά. Ο πάγκος, μακρόστενο κιβώτιο με ύψος πενήντα πόντους και πλάτος σαράντα, χρησιμεύει κι αυτός για να φυλάνε γεννήματα, το ψωμί κ.λπ.
Γύρω στους τοίχους του σοφά και ολόκληρου του σπιτιού υπάρχουν ράφια, απλά σανίδια που προεξέχουν, χωρίς κανένα κόσμημα ή γλυπτό διάκοσμο. Πάνω σ αυτά τοποθετούσαν και τοποθετούν, σπάνια πια σήμερα, τα καλά πιάτα, τα ποτήρια, τα πήλινα αγγεία, που τα λένε και ζαμπετούλες, τα λαΐνια, τα γυάλινα σκεύη, τους μαστραπάδες, φουρφουρένια αντικείμενα κ.λπ. Κάτω από τα ράφια, απέναντι από το τζάκι, έμπηγαν τα παλιότερα χρόνια παλούκια, που χρησίμευαν για να κρεμούν πρόχειρα υφάσματα οικιακής χρήσεως, όπως πεσκίρια, μεσάλια κ.λπ.
Στην ανατολική πλευρά του σοφά, ψηλά πάνω στον τοίχο, υπάρχει μικρή ξύλινη αψίδα, το εικονοστάσι, μ ένα ή δύο μικρά εικονίσματα και τα νυφικά στέφανα, κρεμασμένα πλάι στον τοίχο.

Την κυριότερη θέση στον μπροστινό χώρο του σπιτιού παίρνει η παραστιά, φυγού ή τζάκι, που βρίσκουμε και με τις τρεις αυτές ονομασίες. Δύο είναι κυρίως οι τύποι του Σαμιώτικου τζακιού, ο τετράγωνος και ο κωνικός.
Στα σπίτια της Χώρας βρίσκουμε πολύ διαδεδομένη την τετράγωνη φυγού, τοποθετημένη στη μέση του τοίχου, απέναντι από τον σοφά. Είναι λιθόχτιστη κι ασβεστωμένη, όπως κι οι τοίχοι του σπιτιού, με τετράγωνο βαθούλωμα μεγαλύτερο από το πάχος του τοίχου. Έτσι ο τοίχος του σπιτιού στο μέρος αυτό προεξέχει εξωτερικά σχηματίζοντας και την καπνοδόχο προς τα έξω. Το εσωτερικό της γενικό σχήμα είναι ορθογώνιο, με μάκρος ένα μέτρο και ύψος ένα και πενήντα περίπου. Το δάπεδο του τζακιού, όπου καίει η φωτιά, είναι πέντε ως δέκα πόντους πάνω από το πάτωμα. Το άνοιγμα της φυγούς είναι καμαρωτό (ημικυκλικό), το καμαρικό και η απάνω πλάκα του σχηματίζει πέτρινο ράφι όπου τοποθετούν τις διάφορες γαβάθες, τα κανάτια, τα κακάβια, τα κλεντένια, τις καστανιές, τα κλειδογάβαθα και διάφορα άλλα οικιακά σκεύη. Μπροστά στο άνοιγμα της φυγούς, για να μην βγαίνει ο καπνός, κρεμούν ένα απλό σήμερα ύφασμα, το φυγοπάνι ή τζακόπανο, που παλιότερα πρέπει να ήτανε ολοπλούμιστο φαντό ύφασμα. Πλάι στο τζάκι έχουν ακόμα ένα ή δύο μικρά ράφια, τις γκιόζες, για τα νεροπότηρα, ρακοπότηρα κ.λπ. και από κάτω τους στον τοίχο, κρεμούν το σκαφίδι του ζυμώματος ή το σοφρά, χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι του φαγητού.

Ο τετράγωνος αυτός τύπος της φυγούς σε άλλα σπίτια της Χώρας παίρνει μια διευθέτηση αρκετά ιδιότυπη, που τη βρίσκουμε και σε σπίτια της Αίγινας και της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας. Το δάπεδο, όπου καίει η φωτιά, δεν είναι κάτω στο πάτωμα, αλλά καμιά σαρανταριά πόντους ψηλότερα, στο ύψος ακριβώς χτιστής πέτρινης πεζούλας που πιάνει όλη τη στενή πλευρά της κάμαρας. Στην πεζούλα κάθεται η νοικοκυρά όταν μαγειρεύει και δεν χρειάζεται να σκύβει για την ετοιμασία του φαγητού (βλ. φωτογραφία από Λαογραφικό Μουσείο Κουμεΐκων). Επίσης χρησιμεύει για να κάθονται και πολλές φορές τον χειμώνα να κοιμούνται κοντά στην ζεστασιά.
Κοντά στο τζάκι μπαίνουν και τα αρμάρια, μικρά ντουλάπια, χωνευτά στον τοίχο, με ξύλινα φύλλα. Άλλα σπίτια έχουν δύο αρμάρια, από ένα δεξιά και αριστερά του τζακιού και σε άλλα στη θέση του δεύτερου αρμαριού μπαίνει μεγάλη, χωνευτή στον τοίχο, παναθύρα, σαν μησάντρα, που φτάνει σχεδόν ως τη σκεπή του σπιτιού. Στην κάτω μεριά της παναθύρας υπάρχει βαθούλωμα, για να τοποθετούν το πιθάρι με το νερό. Μπροστά είναι ανοιχτή και την σκεπάζουν μ ένα ριχτό σεντόνι.

Ο κωνικός τύπος της φυγούς, που βρίσκουμε συχνά στους Μυτιληνιούς, μπαίνει στη γωνιά κι έχει κι αυτή καμαρωτό άνοιγμα, το καμαρικό. Το δάπεδό της, που καίει η φωτιά, είναι δέκα περίπου πόντους πάνω από το πάτωμα. Στο βάθος της, δεξιά και αριστερά πάνω στους τοίχους, έχει μικρά τετράγωνα ανοίγματα, για να τοποθετούν μικρά πρόχειρα σκεύη μαγειρικής, κουτάλια, περούνια, τα μπεντελέρια, κανάτια κ.λπ. Τα μικρά αυτά ανοίγματα, όπως και όλα τα μικρά σχετικά ανοίγματα σε τοίχους, τα λένε πολίτζες, ή παναθυράκια.
Στο σχέδιο του το τζάκι είναι απλούστατο, με κύριο και χαρακτηριστικό στολισμό του της πολίτζες, που μπαίνουν πιο πάνω απ το καμαρικό. Έτσι βλέπουμε τζάκια στολισμένα στο κέντρο τους με μια ευρύχωρη πολίτζα και άλλα με τρεις, τέσσερις ή και πέντε ακόμα πολίτζες. Σε μερικά κωνικά τζάκια βρίσκουμε και πέτρινα ράφια που τις πλαισιώνουν πολύ όμορφα. Οι πολίτζες χρησιμεύουν για να τοποθετούν σ αυτές διάφορα αντικείμενα και σκεύη.

Η σταμνοθήκη, σταμνουθήκη ή  νεροπουλίτζα, είναι η θέση για τη στάμνα και έχει σχεδόν πάντα πρωτόγονο τύπο. Το άνοιγμα στον τοίχο ή στη βαθουλωτή πέτρα για την τοποθέτησή της δεν είναι τυπικό, αλλά το φτιάχνουν όπου τους έρχεται βολικά, κοντά στο τζάκι, κάτω από το αρμάρι ή ακόμα κάτω από τα παράθυρο, που το πάνω μέρος – στο ύψος της ποδιάς – χρησιμεύει καμιά φορά για νεροχύτης. Βρίσκουμε όμως και τον τύπο της σταμνοθήκης σαν έπιπλο, κατάλληλα φτιαγμένο και τοποθετημένο κοντά στον νεροχύτη.
Η οροφή των σπιτιών στην Χώρα και στου Μυτιληνιούς είναι ξύλινη, ξυλωσιά, καμωμένη με χοντρά δοκάρια, τα πάτερα, τοποθετημένα σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο. Τα πάτερα σηκώνουν μόνα τους τη στέγη, χωρίς να πατούν πάνω σε κεντρική δοκό, επειδή στο πλάτος του σπιτιού έχει, όπως είδαμε, μικρή διάσταση. Είναι μάλιστα πιθανόν να κανόνιζαν το πλάτος του σπιτιού από τα δοκάρια (πάτερα) που ήταν εύκολο να βρουν τα παλαιότερα χρόνια στα κοντινά δάση, που σκέπαζαν την περιοχή της Χώρας, στις αρχές ακόμα του 19ου αιώνα.
Οι τάβλες ή τα καλάμια, που χρησιμοποιούνται και φαίνονται ανάμεσα στα δοκάρια, συμπληρώνουν την ξυλωσιά της στέγης, την τραβάκα, όπως την λένε. Πάνω από αυτές (τις τάβλες ή τα καλάμια) βάζουν ένα παχύ στρώμα – ίσαμε μια σπιθαμή – φύκια και, αφού τα πατήσουν καλά, στρώνουν το χώμα της επίπεδης στέγης, το ψαλμόχωμα, που το προμηθεύονται από το χωριό Κουμέικα, ανατολικά του Μαραθόκαμπου.
Τα σπίτια έχουν λίγα ανοίγματα, μια πόρτα και δύο, συνήθως παράθυρα. Η πόρτα είναι απλή, μονόφυλλη, κομμένη οριζόντια στη μέση, όπως και πολλά άλλα νησιά. Το κάτω μέρος της είναι το κατωπόρτι και το επάνω το πανωπόρτι. Όταν ανοίγουν το πανωπόρτι και το χρησιμοποιούν σαν παράθυρο για να μπαίνει περισσότερο φως στο σπίτι, το στερεώνουν στο πάνω μέρος με μικρά ξύλα, σαν παλούκια, πλακωτά που στριφογυρίζουν, τα κοράκια, μπηγμένα στον εσωτερικό τοίχο της πόρτας.
Τα παράθυρα, παναθύρια, πολύ μικρά, μπαίνουν συνηθέστερα δεξιά και αριστερά του σοφά ή και τα δύο μαζί στο βάθος. Κλείνουν με ξύλινα φύλλα, τα κανάτια, κι έχουν πολλές φορές κάγκελα ξύλινα, τα παρμακλίκια ή ντραπαζάνια, όπως λέγονταν. Πολλές φορές βρίσκουμε πάνω από αυτά μικρούς γυάλινους φεγγίτες, χωρίς σχέδια, που θυμίζουν τα διακοσμητικά παράθυρα που τόσο συνηθίζονται στα αρχοντόσπιτα του νησιού.
Στη Σάμο λοιπόν, όπως βλέπουμε, διατηρήθηκε η διάταξη του απλού νησιώτικου σπιτιού στα βασικά στοιχεία του, αν και παρουσιάζει μερικές παραλλαγές, που έχουν άλλωστε αναμεταξύ τους όλα τα νησιώτικα σπίτια. Η ομοιότητα αυτή με το γενικό τύπο του νησιώτικου σπιτιού, μας αποδείχνει για μια φορά ακόμα την ομοιογένεια των νησιωτών, τόσο που να συναντάμε τα ίδια χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά γνωρίσματα σ ένα πολύ απόμακρο από τη Σάμο νησί, στην Αίγινα.

Δεν είναι σκοπός μας να καταπιαστούμε σ αυτό εδώ το άρθρο ούτε με την εξέταση των παραπάνω χαρακτηριστικών της νησιώτικης αρχιτεκτονικής ούτε και με τους άλλους δύο τύπους του Σαμιώτικου σπιτιού, για τους οποίους μόνο λίγα λόγια θα πούμε τελειώνοντας. Στον πιο εξελιγμένο τύπο σπιτιού με τρεις καμάρες, στο κυριότερο δωμάτιο, που χρησιμεύει για δωμάτιο υποδοχής, βρίσκουμε πάλι την μησάντρα, που εδώ πιάνει όλο τον τοίχο κατά πλάτος της καμάρας και προεξέχει αρκετά απ’ αυτόν. Είναι μια μεγάλη ξύλινη ντουλάπα, με ξύλινα φύλλα στολισμένα με γλυπτά κοσμήματα. Το σχήμα της αρκετά σύνθετο, χωρίζεται σε διάφορα τμήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, με ξεχωριστό το καθένα προορισμό. Στα μεγαλύτερα βάζουν τα κλινοσκεπάσματα, χράμια κ.λπ. και στα μικρότερα διάφορα πολύτιμα οικιακά σκεύη. Δύο μακρόστενα χωρίσματα χρησιμεύουν για τα τσιμπούκια και αποτελούν την τσιμπουκοθήκη. Ενώ δεξιά κι αριστερά του κέντρου της μησάντρας, τρία ανοίγματα το ένα πάνω στο άλλο χρησιμεύουν για την τοποθέτηση διάφορων μικροαντικειμένων. Τα ανοίγματα αυτά, που στη Σάμο λέγονται μεντεσέδες, δεν λείπουν κι από τις πλούσια στολισμένες μουσάνδρες ή μεσάντρες της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας, που έχουν όμορφα και ιδιότυπα σχέδια που λέγονται θουρίδες.
Η οροφή της κύριας καμάρας στολίζεται τις πιο πολλές φορές στο κέντρο με σκαλισμένα στο ξύλο λουλούδια και κλαδιά , ενώ από τις άλλες δύο καμάρες η μία έχει την παραστιά και χρησιμεύει  για τον ύπνο και το φαγητό και η άλλη είναι αποθήκη. Οι πόρτες και τα μικρότερα ντουλάπια είναι και αυτά συχνά πλούσια στολισμένα με γλυπτά κοσμήματα. Κατά τον Ε. Σταματιάδη ένα τέτοιο σπίτι, που είχε τις πόρτες σκαλισμένες, λεγόταν, στον πληθυντικό, σπίτια ή κατοικιές.
Τέλος, ο αρχοντικός τύπος του σαμιώτικου σπιτιού, ο πύργος, αποτελείται τις πιο πολλές φορές από τρία πατώματα και σπάνια από περισσότερα. Κάθε πάτωμα έχει μία ή δύο καμάρες. Τα σπίτια αυτά τα έχτιζαν οι πλουσιότεροι κι ανάλογα με τον πλούτο τους τα στόλιζαν περισσότερο ή λιγότερο. Τις πιο πολλές φορές οι τοίχοι του είναι ζωγραφισμένοι και τα ταβάνια και οι πόρτες σκαλιστές. Έχουν ακόμα διακοσμητικά πολύχρωμα παράθυρα.
Γενικά οι πύργοι της Σάμου, τ αρχοντικά σπίτια της δηλαδή, έχουν ένα μεγάλο ενδιαφέρον για τον πλούσιο και πολύμορφο στολισμό τους, τις σκαλιστές πόρτες, τα ανάγλυφα μαρμάρινα υπέρθυρα και τ άλλα διακοσμητικά στοιχεία τους. Ελπίζουμε να δώσουμε σύντομα σ ένα άλλο άρθρο μας και την περιγραφή με κάθε λεπτομέρεια των εξελιγμένων αυτών τύπων των παραδοσιακών σπιτιών της Σάμου.
ΣΑΜΟΣ 1928
~*~

Η παρούσα ανάρτηση, δημοσιεύτηκε στη ΣΑΜΙΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (τόμος Ζ, ΑΡ ΤΕΥΧΟΥΣ 28) το Δεκέμβριο του 1981, 53 χρόνια μετά την αρχική σύνταξη του άρθρου. 
Θεώρησα λοιπόν ότι μια θέση στο ΜΠΑΛΟ και στο Σαμιακό ψηφιακό γίγνεσθαι, της ανήκει "δικαιωματικά" ;)

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Δημήτρη Κ. που μετέφερε άψογα το κείμενο από το έντυπο στην οθόνη!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Αρχική σελίδα