Μία μικρή ιστορία για το σαμιώτικο κρασί


του Ντίνου Στεργίδη FNL (12 Νοεμβρίου 2013)

Η Σάμος είναι ο αγαπημένος μου ελληνικός αμπελότοπος και τα κρασιά της τα λατρεύω.
Χρωστώ εδώ και πολλά χρόνια στη μνήμη του παλιού μου φίλου, Νίκου Σουρρή από τον Πλάτανο, την αναδημοσίευση ενός εξαιρετικού κειμένου του από το «Σαμιακόν Βήμα», circa 1996

Πρόσφατα τα κρασιά της Σάμου κέρδισαν άλλη μία σπουδαία διάκριση: μία σπάνια φιάλη Samos Nectar, εσοδείας 1980, απέσπασε βαθμολογία 19/20 από τους Masters of Wine σε ειδική γευσιγνωσία που οργανώθηκε με αφορμή τα 60 χρόνια από την ίδρυση του Ινστιτούτου και στη συνέχεια η δημοσιογράφος Jancis Robinson M.W. το εξύμνησε μέσα από τη στήλη της στους Financial Times.

Οι αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν, αν θυμάμαι καλά, η πρώτη φορά που μου δόθηκε η ευκαιρία να εξερευνήσω την οινική Σάμο.
Πολλοί από τους αμπελουργούς που συναντούσα τότε αφού με ρώταγαν ― όλοι! ― εάν τα κρασιά της Σάμου ήταν καλύτερα από τα γαλλικά, μου μίλαγαν στη συνέχεια για έναν Νίκο Σουρρή στο χωριό Πλάτανος που έφτιαχνε δικό του κρασί.
Μου μίλαγαν γι’ αυτόν με θαυμασμό και το κρασί του, μικρές ποσότητες του οποίου πωλούσε χύμα, είχε αποκτήσει ένα είδος cult status μέσα στο ίδιο το νησί.


Αποφάσισα φυσικά να τον βρω και με τις οδηγίες που μου έδωσαν στο καφενείο του χωριού οδηγήθηκα μέσα από τα γραφικά σοκάκια του Πλάτανου σε ένα κατώγι όπου ήταν η κάβα και το «οινοποιείο» του Σουρρή. Βρήκα έναν άνθρωπο αναπάντεχα ευφυή, αυτοδίδακτο και ανοιχτόμυαλο, επαγγελματία αμπελουργό και ταλαντούχο οινοποιό, που διψούσε για πληροφορίες και παραστάσεις πέρα από το νησί και το μικρό του χωριό.

Ο Σουρρής έφτιαχνε τρία κρασιά, όλα λιαστά, με μικρές διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά τα υπολειμματικά σάκχαρα. Ήταν κρασιά μεγαλειώδη, λίγο ρουστίκ ίσως, αλλά ατομικές βόμβες αρωμάτων, γεύσης, σύστασης και έκφρασης. Το 1985 πήρα μερικές φιάλες μαζί μου στο Παρίσι και τις ενέταξα σε μία γευσιγνωσία με επαγγελματίες, όπου διέπρεψαν. Ένας οινοχόος, ο Alain Segelle, είχε γράψει, τότε, στις 20 Μαΐου 1986:

Samos 1984, 22°5, vin naturellement doux, producteur
«Très belle couleur d’or jaune-ocre. Reflets à la fois denses et lumineux. Nez très subtil, aromatique mais sans plus de dominante (cire d’abeille, pollen), A laisser évoluer. Bouche d’une amplitude très riche, dense, où la note de miel envahit le palais. Mais l’étoffe permet assez généreusement cette structure. A déguster juste pour le plaisir de la dégustation».

«Πανέμορφο κίτρινο-χρυσαφί χρώμα, με απόχρωση ώχρας. Oι ανακλάσεις του είναι ταυτόχρονα πυκνές και φωτεινές. Η μύτη είναι ιδιαίτερα λεπτή, αρωματική, δίχως να δυναστεύεται από κάποιο συγκεκριμένο άρωμα, με νύξεις κεριού μέλισσας και γύρης· αξίζει να το αφήσει κανείς να εξελιχθεί στο ποτήρι. Στο στόμα είναι παχύ και πυκνό, με εύρος, με τις νότες μελιού να εισβάλλουν στον ουρανίσκο. Ωστόσο, η σύσταση του κρασιού επιτρέπει τέτοιου είδους δομή. Είναι ένα κρασί που πρέπει να δοκιμαστεί μόνο του, για τη χαρά της γευσιγνωσίας»

Ο Σουρρής ενθουσιάστηκε φυσικά με τα εκ Γαλλίας σχόλια και γίναμε καλοί φίλοι. Μέχρι τον πρόωρο θάνατό του ανταλλάσσαμε απόψεις για τα κρασιά του νησιού, όμως μας έμεινε αμοιβαίος καημός που ποτέ του δεν μπόρεσε να επισκεφθεί το Οινόραμα για να δει από κοντά τον οινικό πλούτο της Ελλάδας και όχι μόνο.

Θέλω να αναδημοσιεύσω στο φιλόξενο χώρο του FNL ένα εξαιρετικό άρθρο που είχε γράψει ο Νίκος Σουρρής για την τοπική εφημερίδα της Σάμου, το «Σαμιακό Βήμα», μάλλον το 1996. Πριν από αυτό είχε δημοσιεύσει πολλά άλλα, όλα σε σχέση με τα κρασιά της Σάμου, όλα πρωτοποριακά για την εποχή τους και με μεγάλες δόσεις αυτοκριτικής.

Θαυμάστε τα απλά και αληθινά λόγια ενός «απλού αμπελουργού», ο οποίος ούτε σπουδές οινολογίας ούτε μάρκετινγκ χρειάστηκε να κάνει για να συλλάβει την ουσία του πράγματος (εκπληκτική είναι η περιγραφή της επίσκεψής του στο Ινστιτούτο Οίνου όπου η κα Κουράκου τον κατσάδιασε κανονικά!) :

ΕΟΣΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΠΟΥ ΠΑΝΕ;

Του κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΟΥΡΡΗ τέως Αντ/δρου ΕΟΣΣ


Είμαι απόμαχος από τη συνεταιριστική δράση, αλλά επειδή δεν παύει κανείς να αγαπάει κάτι που τόσο πιστά υπηρέτησε, θα τολμήσω να διατυπώσω ακόμα μια φορά τη γνώμη μου. Σκοπός μου είναι να συμβάλω με την προσωπική μου εμπειρία που έχω αποκτήσει επί σειρά ετών, μιας και έχω υπηρετήσει και το Συνεταιρισμό (σ.σ. εννοεί τον συνεταιρισμό του χωριού του) και την ΕΟΣΣ. Απευθύνομαι στην ΕΟΣΣ και στους παραγωγούς για το σοβαρό θέμα της ποιότητας.

Από ιδρύσεώς της μέχρι και σήμερα η ΕΟΣΣ και οι παραγωγοί ενδιαφέρονται για την ποσότητα και όχι για την ποιότητα, που είναι το Α και το Ω της αξιοποιήσεως του κρασιού της Σάμου. Εγώ πιστεύω ότι είναι καιρός πια να συνέλθουμε όλοι όσοι φταίμε, ο καθένας στο δικό του τομέα, δηλαδή στις υποχρεώσεις και μετά στα δικαιώματα.

Οι παραγωγοί ως προς την ποιότητα, που αυτό για να πετύχει χρειάζεται να επιδοθούν στην ορθή καλλιέργεια που χρειάζεται το αμπέλι δίχως υπερλυπάνσεις και όχι πολλούς τόνους σταφύλι ανά στρέμμα. Όταν κανείς δεν εκπληροί την αποστολή του και δεν κατανοεί τις ευθύνες που αναλαμβάνει, δεν επιτρέπεται να έχει απαιτήσεις.

Η επίτευξη καλών τιμών θα επιτευχθεί όταν το παραγόμενο προϊόν είναι καλής ποιότητας και η συγκομιδή αυτού έχει γίνει με μεγάλη προσοχή. (Να ξεχωρίζονται τα υγιή από τα άρρωστα). Η ανωτέρα ποιότης διευκολύνει τη διάθεση του προϊόντος και εξασφαλίζει τιμές υψηλές, η συνεχής αύξησις της παραγωγής και η μεγάλη προσφορά δημιουργεί διαρκώς προβλήματα για τη διάθεση. Μόνο με προϊόντα ποιότητας θα αντιμετωπισθεί ο σκληρός ανταγωνισμός από εκείνα των ξένων χωρών. Για την αποτελεσματική αντιμετώπισή του πρέπει να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη και την προτίμηση των καταναλωτών στο προϊόν μας κι αυτό προϋποθέτει υψηλή ποιότητα και άψογη συσκευασία κι εμφάνιση. Στο χέρι μας είναι το ιδεώδες μοσχάτο Σάμου να ανακτήσει την παλιά αίγλη να εξασφαλίσουμε την πρώτη θέση που πραγματικά του αρμόζει και τότε το προϊόν μας θα έχει ευρείας κατακτήσεις εις το καταναλωτικό κοινό.

Το κρασί της Σάμου πρέπει να παραμείνει ο υπ’ αριθμόν ένα πρέσβης της οινικής Ελλάδας, το καύχημα της ελληνικής οινοπαραγωγής. Εάν υπάρχει ένα ελληνικό κρασί που έρχεται αυτόματα στο νου των οινόφιλων του εξωτερικού αναμφίβολα είναι το Μοσχάτο Σάμου. Το Σαμιώτικο κρασί, το Νέκταρ, πρόκειται ουσιαστικά για μια από τις αρχαιότερες κατοχυρώσεις ονομασίας προέλευσης της Ευρώπης, που τα μετέπειτα προεδρικά διατάγματα το 1970 και του 1982, που αναγνώρισαν την ελεγχόμενη ονομασία προέλευσις Σάμος, ήλθαν απλώς να επισφραγίσουν. Τόσοι άλλοι σε άλλες χώρες δεν είχαν ονομασία προέλευσις κι όμως προσπάθησαν και απέκτησαν.

Επιβάλλεται να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε αυτό το μεγάλο όνομα. Το έτος 1975 που υπηρετούσα στη Διοίκηση της ΕΟΣΣ, επεσκέφθηκα στη Κηφισιά τη Διευθύντρια του Ινστιτούτου Οίνου και Αμπέλου της Ελλάδος, κα Κουράκου. Ενθυμούμαι τα όσα άκουσα συγκεκριμένα για την κακή ποιότητα που παράγουμε. Συγκεκριμένα μου ανέφερε πως κρούει τον κώδωνα του κινδύνου γιατί δεν πηγαίνουμε καθόλου καλά κι ότι πρέπει να φύγουμε και να έλθουν άλλοι άξιοι, δημιουργικοί άνθρωποι να αξιοποιήσουν αυτό το περίφημο προϊόν, αυτό που δεν ευδοκιμεί πουθενά αλλού στον πλανήτη παρά μόνο στις πλαγιές της Σάμου. Θα έπρεπε, είπε, όταν τρυγούσατε ένα στρέμμα αμπέλι τα χρήματα που θα παίρνατε να ήταν αρκετά να σπουδάσει το παιδί σας στο εξωτερικό για ένα χρόνο. Τώρα όπως γνωρίζω τα χρήματα αυτά δεν φτάνουν ούτε για εισιτήρια για να φτάσει στη χώρα που θα σπουδάσει το παιδί σας. Μου είπε ακόμα ότι εμείς οι παραγωγοί να επιδοθούμε στην ορθή καλλιέργεια στο αμπέλι, για να παράγουμε το εξαιρετικής υψηλής ποιότητας κρασί που έχει τη δυνατότητα να μας δώσει η Σάμος. Η δε ΕΟΣΣ να προετοιμασθή να αμυνθή έναντι των ανταγωνιστών της. Για να επιτύχει χρειάζονται στόχοι: α) Ποιότης και β) Εμπορία, στα οποία υστερούμε. Η ποιότης από τους ίδιους τους παραγωγούς η δε εμπορία εις τους χειριστάς του διεθνούς οινεμπορίου. Στην ΕΟΣΣ, όπως γνωρίζω, δεν υπάρχουν αρκετά κατηρτισμένοι χειρισταί του διεθνούς οινεμπορίου. Η εμπορία αποτελείται από δύο σκέλη α) Το επιτελικόν και β) Το διεξαγωγικόν. Το πρώτο δεν υπάρχει που κρίνεται απαραίτητος ένα εμποριολόγος.

Άκουσα και ακολούθησα τη συμβουλή της αφού είχα διδαχθεί και τόσα άλλα από Σεμινάρια που παρακολούθησα στην Εθνική Εστία και άρχισα από τότε μια σωστή και ορθή καλλιέργεια στο αμπέλι. Η λίπανση γινόταν κάθε δεύτερο έτος 70 γραμμάρια ανά κλήμα, από τότε το κρασί που παρέδιδα στην ΕΟΣΣ ήτο πάντα εκλεκτό από 14 έως 16 βαθμούς και δεν έδωσα ποτέ σάπια. Έφτιαχνα και λίγο κρασί για το σπίτι και για τους φίλους 21-22 βαθμούς νέκταρ.

Το 1985 πέρασε από το χωριό μου Πλάτανο, ο Γευσιγνώστης κ. Ντίνος Στεργίδης γνωστός στην ΕΟΣΣ και μου ζήτησε και του έδωσα λίγο κρασί, το οποίο το πήγε στην έκθεση στο Παρίσι. Πέρασε από την έκθεση και βγήκε πρώτο απ’ όλα τα κρασιά της Ελλάδος και από άλλα ξένων χωρών. Το βραβείο αυτό το έδωσα στην ΕΟΣΣ και στη Διεύθυνση Γεωργίας και έβγαλαν φωτοτυπία. Βραβεύτηκα τότε από το Παρίσι και από την Ακαδημία Οίνου Αθηνών βραβεύτηκε βέβαια και η Σάμος από αυτό το κρασί. Τον Οκτώβριο του 1995 η Γαλλική Πρεσβεία και το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με κάλεσε να παρευρεθώ στον κύκλο εκδηλώσεων που διοργάνωσαν με θέμα «Το κρασί απο την Ελλάδα στην Γαλλία» και να μιλήσω για την ορθή καλλιέργεια που έκανα στο αμπέλι και παρουσίασα στην έκθεση τέτοιο κρασί, αλλά δεν πήγα γιατί ήμουν αδιάθετος.

Τον τελευταίο τώρα καιρό η ΕΟΣΣ πήρε δύο αποφάσεις ― κατά τη γνώμη μου λάθος. Η πρώτη, η πιό παλιά, με το ΣΑΜΑΙΝΑ με τη μεγάλη επιδότηση ώστε σταφύλια 11-111/2 βαθμούς να φτάνει στους 15°. Πολλοί παραγωγοί που άλλοτε παρέδιδαν σταφύλια ποιότητας 15° βαθμών με τις αλόγιστες υπερλυπάνσεις διπλασίασαν ή και τριπλασίασαν την παραγωγή τους. Ήταν λάθος απόφαση γιατί όπως γνωρίζουμε, όλα τα βουνά παραδίδουν ωραία και κατάλληλα σταφύλια για το ΣΑΜΑΙΝΑ.
Η δεύτερη απόφαση είναι για την επέκταση της αμπελοκαλλιέργειας γενικά στα πεδινά, ορεινά και ημιορεινά με επιδότηση και κλήματα δωρεάν. Τα πολλά αμπέλια φυτεύτηκαν στα πεδινά επειδή ήταν εύκολη η καλλιέργεια. Τα πεδινά και τα ορεινά παράγουν βιομηχανικά κρασιά μαζικής παραγωγής κοινής κατανάλωσης κι όχι κρασιά ελεγχόμενης ονομασίας Σάμου. Οι πεδινοί πιστεύω ότι κάτι μπορούν να πετύχουν αν σταματήσουν τις υπερλυπάνσεις και δεν χρειάζεται να γεμίσουν από ένα κλήμα ένα καφάσι και να πατώσει και το δεύτερο. Αυτό μου είπε κάποιος πεδινός παραγωγός όταν εργαζόμουν ως προϊστάμενος διαλογής στο Οινοποιείο Καρλοβάσου. Κρασιά βιομηχανικά στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη που κατά το παρελθόν μιλούσαμε για υπερχειλισμένες δεξαμενές σήμερα υπάρχουν θάλασσες, δεν πρόκειται ποτέ να πουληθούν αυτά, κατά το παρελθόν είχαμε τη Γερμανία η οποία απορροφούσε το ήμισυ και πλέον της παραγωγής βιομηχανικών κρασιών τώρα πια δεν παίρνει. Με όλα αυτά που αναφέρω ας μη θεωρηθεί από τη Διοίκηση και τη Διεύθυνση της ΕΟΣΣ πως υποτιμώ ακόμα και αμφισβητώ την εμπειρία τους, αναφέρομαι με πνεύμα εποικοδομητικής κριτικής γιατί πιστεύω ότι με την κριτική των άλλων από έμπειροι που είναι γίνονται εμπειρότεροι, αν βέβαια η κριτική είναι εποικοδομητική.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Αρχική σελίδα