Ο ΤΡΥΓΗΤΟΣ



Από το Γιώργο Διολέτη

Ο τρύγος ήταν και είναι η εποχή που ο κόπος, το μεράκι, η αγωνία μιας ολόκληρης χρονιάς, δικαιώνεται με το μάζεμα του ευλογημένου καρπού, του σταφυλιού.
Η έκφραση "θέρος τρύγος πόλεμος" εκφράζει την κινητικότητα και την εγρήγορση πού επικρατούσε με το έμπα του Αυγούστου.
Οι προετοιμασίες άρχιζαν νωρίτερα  θυμάμαι, ετοιμάζοντας τις σταφυλοσακκούλες να έχουν όλες κρικέλλες και σχοινάκια για το δέσιμο.
Τυχόν τρύπες μπαλώνονταν, οι καινούργιες  βάφονταν με ένα λάδι για αδιαβροχοποίηση (μπιζερόλαδο το λέγανε ).
Ακολουθούσε ό έλεγχος  στα κοφίνια των εργατριών στα γαλίκια, στις κοφίνες και γίνονταν άμεση επιδιόρθωση  με  κομμάτια σύρμα και σπάγκο.



Παλιά η μεταφορά σταφυλιών γίνονταν με πλεχτά κοφίνια διαφόρων διαστάσεων και έτσι είχαμε, τα κοφίνια, τα γαλίκια ( κελετήρια ), τις κόφες και τα μεγάλα τους σελέδες.


Αργότερα είχαμε τις μουσαμαδένιες σακούλες και τώρα τα πλαστικά καφάσια.
Μετά σειρά είχαν τα κατσούνια ή κατσούνες τα μεγαλύτερα, τα οποία τροχίζονταν στη λαδάκονη ώστε να είναι κοφτερά.
Τα ζώα πήγαιναν στον πεταλωτή του χωριού για προετοιμασία και καλλωπισμό. Στα πίσω πέταλα έκαναν γάντζο για να μη γλιστράνε στους ντουσιμέδες. Τα σαμάρια γεμίζονταν με χόρτο για να μην πληγώνονται τα ζώα από τα μεγάλα φορτία.
Όταν ο ντελάλης διαλαλούσε στο χωριό ότι την τάδε μέρα θα ανοίξει η "πόστα" άρχιζε και το τρέξιμο.
Ο πατέρας μου έφευγε απ’ τη νύχτα για να πάει στο κτήμα να δει αν θέλει κόψιμο, αν ωρίμασε δηλαδή και  αμέσως κανονίζαμε τα "κουρίτσα" για κόψιμο, τους κουβαλητάδες και τους αγωγιάτες με καλά ζώα γιατί θα κάνανε πολλές στράτες προς την παραλαβή.


Σημεία παραλαβής σταφυλιών υπήρχαν σε πολλά σημεία της περιφέρειας. Στο χωριό μας υπήρχαν μία στον Κάμπο, μια στο χωριό, μια στην Βροντιανή, μια στο Σύρραχο και στους Βαλεοντάδες.

Όταν ξημέρωνε η μέρα του τρύγου, όλο το χωριό από τα μαύρα χαράματα αντιλαλούσε από τα πέταλα των ζώων σα να πέρναγε το ιππικό. Η μάχη άρχιζε πριν καν βγει ο ήλιος.


Σ’ όλα τα κτήματα  ομάδες εργατών με ψάθες στο κεφάλι για τον ήλιο είχαν αρχίσει ήδη τον τρύγο. Το ντύσιμο του τρύγου είχε τεράστιο ενδυματολογικό ενδιαφέρον.
Ρούχα ότι είχε ο καθένας μακρυμάνικα συνήθως για προφύλαξη από μουχρίτσες και νταβάνους, ψαθωτά καπέλα πιασμένα με μαντήλια για να μην τα παίρνει ο αγέρας και οι βλαστοί. Οι ευχές έδιναν και έπαιρναν: "χίλια γουμάρια" ανταπαντώντας οι άλλοι "τα μ’ σά  θ’ κά  σ"!!
Όλοι σκυμμένοι και μόνο οι κουβαλητάδες τρέχοντας ανάμεσα στα κλήματα άδειαζαν τα κοφίνια. Μερικές φορές κάποιος έμπειρος μπροστά απ’ όλους διάλεγε πιο ώριμα σταφύλια για να μπουν κάτω - κάτω στα σακιά να βγει ο βαθμός καλός.


Όταν το γομάρι ήταν έτοιμο φόρτωναν για την πρώτη στράτα, ενώ  φώναζε το αφεντικό στον αγωγιάτη: "τα μάτια σ’ τεσσιρα μη χάσουμι του γράδου"!!
Ένα γομάρι ήταν 133 κιλά και 14 βαθμούς.


Όταν έφτανε στην παραλαβή, πρώτα ζυγίζονταν τα σταφύλια και μετά αδειάζονταν με προσοχή μα μη σκορπίσει η κατσούλα όπως λέγανε δηλαδή τα  ώριμα.
Ένας εργάτης έπαιρνε  με μια πιρούνα σταφύλια και τα έβαζε στο μαστέλο, ένα ξύλινο δοχείο για να τα πατήσει. Ξυπόλητος με γρήγορες κινήσεις έλειωνε τα σταφύλια, τα έστυβε καλά και το μούστο τον έβαζε στον τσούκο, ένα σκεύος με μια σίτα στη μέση σα σουρωτήρι, το ανακάτευε και γέμιζε το γράδο.
Ο γραδαριστής έβαζε το γράδο και φώναζε το βαθμό. Υπήρχαν πολλές διενέξεις σ αυτή τη φάση φώναζε ο παραγωγός “του ν αφρό  φύσα!!” για να φαίνεται καλά η κλίμακα ή «αφού του λέει γιατί δε του φουνάζ’ ς;» δηλαδή αφού φαίνεται η υποδιαίρεση γιατί δεν το λες;
Αν δεν άρεσε ο βαθμός, μπορούσε να γραδάρει τρείς φορές και να πάρει τον καλύτερο. Όλα τα στοιχεία αυτά τα κατέγραψε ο γραφιάς και έκοβε το «μπουλέττο». Επίσης μετράγανε και τη θερμοκρασία του μούστου γιατί πρόσθετε μισό βαθμό στο γράδο.
Άμα γύρναγε στο κτήμα  ρώταγε το αφεντικό «του’ν είχι ή του χάσαμι του γράδου» Αν δεν άρεσε ο βαθμός πήγαινε η γκρίνια σύννεφο.


Κατά τις 10:30 το πρωί, κάτω από ένα μεγάλο δένδρο συνήθως, τρώγανε το πρώτο φαγητό το «καφαλτί». Σε μια μεγάλη πήλινη γαβάθα μια ντοματοσαλάτα με πατάτες βραστές, κρεμμύδια , πιπεριές. παστά ψάρια και μπόλικο ζυμωτό ψωμί πάνω σε έναν σοφρά στρογγυλό ήταν το δεκατιανό του τρύγου. Γύρω- γύρω σταυροπόδι όλοι οι εργάτες ξεσκούφωτοι και  μπαϊλντισμένοι, από το μούστο και τον ιδρώτα, ζητούσαν το σταμνί με το κρύο νερό  με το  φρέσκο  κουκουνάρι για πώμα και γέμιζαν ένα μεγάλο αλουμινένιο κανάτι εύχονταν για τη σοδειά και έπιναν με ευχαρίστηση.
Αργότερα κατά τις 2  τρώγανε το μεσημεριανό γιατί η δουλειά στον τρύγο ήταν μέχρι αργά το απόγευμα.


Οι δυο τρείς πρώτες μέρες ήταν δύσκολες .
Το βράδυ πονούσαν χέρια,  πόδια,  μέσες ,αλλά όλα πήγαιναν καλά σιγά-σιγά. Καμμιά φορά  κόβαμε και κάνα δάχτυλο με το κατσούνι και τότε μας λέγανε να βάλουμε μια ρόγα σταφύλι  πάνω στο κόψιμο γιατί έχει οινόπνευμα κι αν δεν σταμάταγε τότε βάζαμε κονιζό (αιμοστατικό  φυτό ).


Οι αποστάσεις μεγάλες,  μακρινές,  με τα πόδια ήταν μέγας άθλος. Αλλά ο κόσμος μαθημένος δεν βαρυγκωμούσε, με το χαμόγελο αντιμετώπιζε τις δυσκολίες . Έβλεπες γυναίκες μεγάλες με παιδιά να δουλεύουν καρτερικά όλη τη μέρα και το βράδυ φορτωμένες με το καλαθάκι τους γεμάτο διαλεγμένα σταφυλάκια να περπατάνε σε δύσβατα μονοπάτια, και το πρωί πάλι και πάλι…….


Τώρα τα πράγματα είναι πιο εύκολα  και η τεχνολογία μας ξεκούρασε λίγο οι αποστάσεις  πιά δεν μας φοβίζουν, αλλά χάθηκε η μαγεία, χάθηκε η επαφή, χάθηκε η ομορφιά.


Οι παλιές σταφυλοδόχοι   παραμένουν σιωπηλοί μάρτυρες μιας εποχής πού πέρασε, και μας κοιτάζουν αν και σακατεμένες αγέρωχα κι είναι σαν να σού λένε «Ε  εσύ ..ξέρεις τι έχω δει εγώ; Ξέρεις τι μαξούλια έχω δεχτεί; Ξέρεις τι έχω ακούσει;   Ξέρεις πόσο μούστο είχα στις χαβούζες μου; Πού να ξέρεις κι εσύ….μόνο μη με προσπερνάς χωρίς να ρίξεις τη ματιά σου.. όχι με οίκτο αλλά με θαυμασμό

2 σχόλια

Αρχική σελίδα