Σαμιώτικο παραμύθι - Ου πιο μιγάλους ψεύτς!!



ια φουρά κι ένα καιρό ήταν’ι δυο ψεύτις. 
Ου ένας ήταν απ’ του Καρλόβας κι ου άλλους απ’ του Βαθύ
Μια μέρα πιάν' ου Καρλουβασίτς ένα τσ’βάλ κι του γιμίζ με μούσκλια για να πάει στου Βαθύ να τα πλής για μιτάξ .
Πιάν' κι ου  Βαθυώτς κι γιμίζ κι αυτός ένα τσ’ βαλ μι καναπτσόσπουρου να πάει στου Καρλόβας να του πλης για πιπέρ.
Στα μ’σα του δρόμου ανταμώσαν’ι κι πιάσαν’ι  κβέντα.
-Ώρα σου καλή πατριώτ!  λέει ου Βαθυώτς, για πού το ‘βαλες ;
-Να πάου στου Βαθύ να πλήσου αυτό του τσ’ βαλ που εχ μέσα μιτάξ. Εσύ που πας;
-Να, παου κι γω στου Καρλόβας να πλήσου αυτό του τσ’ βαλ που εχ' μέσα πιπέρ, λέει ου Βαθυώτς.
Τότι πιτιέτι ου Καρλουβασίτς κι λέει:
-Βρε συ, που να παένου ιγω τώρα στου Βαθύ κι σι στου Καρλόβας, δεν κάνουμι αλαξά τα τσ’ βάλια μας κι να γλυτώσουμι κι του πουδαρόδρουμου!.
-Κι δε του κάνουμι βρε πατριώτ! λέει ου Βαθυώτς!! Αλλά γω για τ’ν αλαξά θέλου να μ’ δως κι ένα παρά παραπάν.
-Εντάξ λέει ου Καρλουβασίτς αλλά τουραδά δεν του ν’έχου απάνημ, έλα αλλ' μέρα στου Καρλόβας να στου νι δώσου!! Αλλά θέλου κι μη μια άλ συμφουνία , τα τσ’ βαλια θα τα’ ανοίξουμι αμα πάμ’ι στα σπίτια μας .
-Εντάξ είπι ου Βαθιώτς κι έγινι η αλλαξά...

Όταν πήγαν’ι στα σπίτιατς κι ανοίξαν’ι τα τσ’ βάλια ίδανι πως ήταν γιλασμέν' κι οι δυο.

Πέρασι μια βδουμάδα κι πάει ου Βαθυώτς στου Καρλόβας να παρ απ του Καρλουβασίτ του παρά τ'.

Πάει στου σπίτ τ’ Καρλουβασίτ, αυτός του νι καλουδέχτ’κι κι τ’ καν’ι κι του τραπέζ!!

Τ’ν ώρα που τρώγανι λέει ου Βαθυώτς.
-Ξέρς ήρθα να μ’δώς κι κείνου του παρά που μ’ χρουστάς .
Κι ου Καρλουβασίτς τ’ λέει:
-Δεν έχου πάλι τουραδά να στου νι δώκου αλλά κάμει του γκόπου ναρτς σι καμιά δικαπινταριά μέρις να του νι παρς.
Περάσανε οι μέρες κι ξανα πάει στου Καρλόβας ου Βαθυώτς για να πάρ του παρά.
Μόλις το’ μαθι ου Καρλουβασίτς φουνάζ τη γναίκατ κι τσ’ λέει :
-Κοίτα να ιδείς  τώρα που θαρθ ου Βαθυώτς ιγώ θα κάνου του πειθαμένου κι συ θα κλαις...!!! Κατάλαβις;
Πράγματι μόλις πήγ’ι ου Βαθυώτς στου σπίτ η γναίκα τ’ Καρλουβασίτ άρχισει να κλαίει .
-Τι έπαθες μαθές κι κλαις ;
-Να, πέθανι ου άντρας ιμ κι τι θ’ απουγίνου τάρα!!
-Ά πα πα λέει ου Βαθυώτς. Κι γω τώρα θα χάσου του παράμ!!
Κατ' σάμπους να κατάλαβ’ι πως ου Καρλουβασίτς τόκανι ψέματα.

Του βράδ πήγανι τουν ψευτοπεθαμένου κατά πως συνηθιζότανι στην εκκλησία.
Ου Βαθυώτς πηρίμηνι να ιδει τη θα γίν κι πήγι κι κριφτκι μέσα στου ιερό κι αυλάντζ’ι

Εκείνη τ’ νύχτα δέκα κλέφτες  πήγανι κι κλέψαν του σπίτ’ μιανού πλούσιου κι πήραν πουλούς παράδις κι ένα μεταξωτό ύφασμα.
Που να πάν’ι να κάν’ι   τ’ μοιρασιά και για σιγουριά πήγανι μέσα στ’ν εκκλησιά. Μόλις μπήκανι ίδανι του πεθαμένου αλλά δεν τσ’ ένοιαξι και είπαν: δε βαριέσι πεθαμένους είνι τι να φουβ’θούμι .
Αρχίσανι τ’ μοιρασά κι άμα τελειώσανι έμεινι του μεταξωτό ύφασμα αλλά του λ’πόντανι τα του κόψνει κουμάτια...
Τότε ο αρχηγός λέει:
Θα το πάρ όποιους μη του σπαθίτ, μι μια σπαθιά θα κοψ του πιθαμένου στ’ μες.
Σ'κόντι τότι απάν ένας, τραβάει του σπαθίτ να του νι κόψ ΄....Πιτιέτι τότι απάν ου Καρλουβασίτς  κι φουνάζ:
-Που είστι σις οι πεθαμέν να φάμι τ’ς ζουντανούς !
Τότε πιτιέτι μέσα απ’ το ιερό  ο Βαθυώτς κι λέει :
-Ιδω ήμαστοι ουλ μαζιμεν' !!
Μόλις ακούσανι αυτά τα λόγια οι κλέφτες απ τον ψευτοπεθανένο και του Βαθυώτ παρατήσανι και τ’ς παράδες κι του ύφασμα κι γίναν’ι λαγοί.
Βγαίν' τότι ου Βαθυώτς απ’ του ιερό και λέει στου Καρλοβασίτ:
-Έλα τώρα να μοιραστούμι τ’ς παράδες
Κι άρχισε η μοιρασιά
Στου δρόμου που τρέχαν οι κλέφτες ένας λ’ γακ ποιο θαραλέους λέει:
-Βρε πιδιά ημείς ριζιγάραμι τ’ ζουή μας να κλέψουμι αυτά τα λεφτά και τώρα τ’ αφήνουμι να τα πάρν’ι οι πεθαμέν, ιγώ θα γυρίσου πίσου να ιδώ τι γένιτι!!
Έφτασε όξου απ τ’ν εκκλησιά πλησίασι ένα παραθύρου κι σήκωσι σιγά σιγά το κεφαλ'τ να ιδεί τι γίνεται μέσα. Εκείν τ’ ώρα μόλις είχε τελειώσ η μοιρασιά κι ου Βαθυώτς θμήθκ’ι τουν ένα παρά που τ’ χρώσταει ου Καρλουβασίτς κι έλεγι:
-Κι τον ένα παραμ θα του νι χάσου γω ;
Γυρίζ τότι ου Καρλουβασίτς κι βλέπ του καπέλου τ’ κλεφτ στου παράθυρου τ’ αρπάζ κι λέει στου Βαθιώτ
-Να, πάρει κι  αυτό του καπέλου για του παράς
Χέστκι ου κλέφτ’ς απ’ του φόβουτ, τρέχ κι λεεί σ’ τσαλνούς: Πάμ’ι βρε συς να φύγουμι γρήγουρα γιατί αυτοί εκει μέσα είνι τόσοι πουλοί που τα λεφτά που κλέψαμι δεν φτάσανι για τα μερίδια ουλνούν κι για το μιρτκό μιανού αρπάξανι του καπέλουμ κι σι λ'γακ θα θέλν’ι να φάνει κι μας!!!!

Μετά τ’ μοιρασά ου Βαθυώτς κι ου Καρλοβασιτς αποφασίσανι να πάνι κατά τ’ Χώρα να ιδούνι έναν άλλο ψεύτ'.
Όταν φτάσανι στη Χώρα ου Χωρίτς τ’ς καλοδέχτ’κι,  κι έκαμι τ’γανίτες για να φάνε. 
Αφού φάγανι καλά καλά περίσεψι μια τ’γανίτα κι είπαν πως θα τ’ν φάει του προυί αυτός που θα δει του ποιο μεγάλου όνειρου!

Τ’ νυχτα σκώνητ’ι ου Καρλουβασίτς κι τρώει τη τ’γανίτα.

Τ’ ν αλλ' μέρα αφού ξυπνήσανι αρχίσανι να λένι τι όνειρο είδανι για να δούνι ποιος θα φάει τη  τ’γανίτα  .
Ου Χωριτς λέει :
-Ιγώ είδα πως άρχισα ν’ ανηβένου κατά σαπάν στον ουρανό κι ανέβαινα ανέβαινα κι άρχισα να χολιάου πότε θα κατέβαινα να φάω τη τ’γανίτα.
Ου Βαθυώτς είπι :
-Ιγω είδα πως άρχισα να κατηβαίνου μέσα στ’ γη  κι κατέβκα μέχρι κι εφτά πατουσές!
Τότε λέει κι ου Καρλουβασιτς :
-Ιγώ έβλεπα τον ένα ν’ ανεβέν' κατά σαπάν στον ουρανό και τον άλουνε να καταιβέν κατά σακάτ στ’ γη και σκεφτκα, βρε αυτοί φεύγνει και δε θέλνει να φάνει τη τ’γανίτα... Κι σ’κώθκα τ’ νύχτα κι τ’ν έφαγα! Κι άμα δε με πιστευιτι παέντι μέσα να κ’ ταξ’ τι !!!

Το παραμύθι έστειλε ο Γιώργος Σοφούλης στην ομάδα "Σαμιώτικη διάλεκτος(Σαμιώτκα)"

Κι όπως λέει κι ο ίδιος :
Σήμερα κ’δα π’ καθουμνα δεν ξέρου πως λειτούργεισι του β’λη μ  κι θμήθ’κα ένα παραμύθ  π’ μούλιγ’ι  η Νινέμ  του χ’μώνα όταν καθουμάσταν’ι κι πυρουνόμαστ’ι στου τζακ’ . Το έγραψα κι σας του στέλνου να του διαβάσ’τι κι σ’ις !!

  • ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ - ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ Μ.Γ.ΜΕΡΑΚΛΗΣ - Μ.Γ.ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΑΜΟΥ "ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ" 21Β - ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ - 21Β, ΑΘΗΝΑ 2002, σ. 622 - 625
  • Πρώτη δημοσίευση: Επ. Σταματιάδης, Σαμιακά 5, Αθήνα 1966, σ. 496 - 498

9 σχόλια

  1. Ευαγγελία Βουρνόβα26 Μαΐου, 2020

    Όμουρφου...μένα η νινέμ μ'όλιγει του μσουκουλάκ..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Eirhnh Diakogiannh26 Μαΐου, 2020

    Και εμένα η θεία μου μας έλεγε παραμύθια με του μσουκουλακ και με το δράκο. Ωραίες αναμνήσεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Popi Alachouzou26 Μαΐου, 2020

    Πολύ ωραίο !!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Χατζηχριστοδουλου Αγαμεμνων26 Μαΐου, 2020

    Μαυτα κι μαυτα μιγαλωσαμει

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Georgia Katsika26 Μαΐου, 2020

    Υπερουχου!!!κι του διδαγμα???Μονου αμα ειμαστει μουνιασμεν' κι συνιργαζομαστει, καταφερνουμει κι ξιπιρναμει τα ζορια!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Leonidas Papakosmas27 Μαΐου, 2020

    πολυ καλο χαχαχαχα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Nesta Karonas27 Μαΐου, 2020

    Το αγαπημένο μου όταν ήμουν μικρός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Πολύ καλό Γιώργο!όσο για το γλωσσικό ιδίωμα πραγματικά, αμφιβάλω αν θα καταφέρω ποτέ να το μιλήσω.
    τα φιλιά μας

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αρχική σελίδα