«Ου σαπάν-σακάτ…»


Η Ριρή δεν έχανε καθόλου τον καιρό της. Ο δικηγόρος της, είχε προ πολλού ξεχαστεί. Τον αντικαταστήσανε διάφοροι υποψήφιοι, ανθυπολοχαγοί, υπολοχαγοί μόνιμοι και έφεδροι. Στο τέλος, κέρδισε τις εύνοιές της, ένας απλός φαντάρος, φοιτητής της φιλολογίας. Τον λέγανε Κλέαρχο, κι ήταν ψηλός, ξανθός κι αδύνατος. Πρωί κι απόγεμα, ανεβοκατέβαινε την οδό Μοσκώφ, κοιτάζοντας άπληστα τα παράθυρά μας. Η Ριρή, που ήξερε τις ώρες του, έτρεχε βιαστικά στον καθρέφτη, τσιμπούσε τα μάγουλά της να κοκκινίσουν, έτριβε μ’ ένα κόκκινο χαρτί από σοκολάτα τα χείλη της, φούντωνε τα μαλλιά της κι έγερνε η μισή έξω απ’ το παράθυρο, παρακολουθώντας τα σούρτα-φέρτα του Ρωμαίου της. Όταν έλειπαν οι μεγάλοι απ’ το σπίτι, καθόταν στο πιάνο κι άρχιζε να παίζει και να τραγουδάει ολόκληρο το Τσάρντας. Κι εκείνος έστεκε μαγεμένος τεντώνοντας τ’ αυτιά του και χειροκροτούσε και πετούσε λουλούδια.

Ως κ’ η κυρά-Ευανθία τον είχε πάρει μυρουδιά τον γαμπρό κι όταν έβλεπε της φώναζε:

Ήρθι ου «σαπάν-σακάτ». Τα τρώει ου έρμους τα ντουρσέκια.

—Κοίταξε μην τα προφτάσεις στη μάνα μου, της είπε ανήσυχη η Ριρή.

Αμ’ εννοιασ’ κι τσ’ τούπανι.

—Ποιός; ρώτησε με αγωνία η Ριρή.

—Να, η μαντάμα, η καρσινή.

—Η μαντάμ-Παρή;

—Ναίσκε.

—Μα αυτή την κουτσομπόλα δε θα την πιστέψει ποτέ η μαμά.

Η μαντάμ-Παρή ήταν μια φραγκολεβαντίνα ζωντοχήρα, που είχε περάσει από καιρό τα πενήντα. Ο άντρας της την είχε εγκαταλείψει κι έφυγε για το Παρίσι, με μια νεαρή γαλλιδούλα. Από τότε η μαντάμ-Παρή καταδίωκε με πάθος τον έρωτα και τους ερωτευμένους.

Καθώς οι περισσότεροι δρόμοι της Σμύρνης ήταν στενοί, μπορούσε εύκολα ο κάθε γείτονας να παρακολουθεί όλη τη ζωή του αντικρινού του σπιτιού. Η μαντάμ-Παρή, που καθόταν καταντικρύ μας, τα τρία τέταρτα της μέρας και της νύχτας, τα περνούσε στο παράθυρο. Ήξερε όλα όσα συνέβαιναν στην οδό Μοσκώφ και στις γύρω γειτονιές, δυσάρεστα κι ευχάριστα.

Δυο ήταν οι μονομανίες της. Η πρώτη να βγάζει όλους τους άντρες ξελογιασμένους κι η δεύτερη να προσπαθεί να δείξει πως ήταν ακόμα σε θέση να παντρευτεί και να κάνει παιδί.

Κάθε πρωί, μόλις η μητέρα έβγαζε στο παράθυρο ν’ αερίσει τα σεντόνια, να σου και ξεπρόβαλε η μαντάμ-Παρή.

-Μπονζούρ, μαντάμ Μάγκη.

-Πώς είσθε; της απαντούσε η μητέρα εύθυμα.


Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος 1987, σ. 97


Από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Αρχική σελίδα