Ο ΦΑΡΟΦΥΛΑΚΑΣ της "Παναγίας του Κότσικα"

 
του Γιώργη Διολέτη

"Φάνηκε το φανάρι του Κότσικα ;" ρώτησε ο καπετάνιος τον ναύτη πού ήταν στο τιμόνι. 
"Ε, όπου νάναι θα φανεί , ο Γιώργης τ’ ανάβει νωρίς ."
"Έχε το νού σου να περάσουμε γιαλό ν’ ακούσουμε τη μπουρού" είπε ο καπετάνιος.

Ο Γιώργης ο φαροφύλακας, η ψυχή του φάρου, ο φύλακας των ναυτικών.
Εικοσιτριάχρονο παλικάρι, έπιασε δουλειά στον φάρο του Κότσικα. 
Μόλις είχαν τελειώσει οι Γάλλοι το χτίσιμο του φάρου, γιατί τήν οικοδόμηση των φάρων είχε αναλάβει Γαλλική εταιρεία. 
Με το κυρίως σπίτι να αγναντεύει το πέλαγος και γύρω του τους βοηθητικούς χώρους, ένα δωμάτιο με ένα τζάκι για να ζεσταίνεται τις άγριες νύχτες του χειμώνα αλλά και για το καθημερινό μαγειριό. 
Ένας νεροχύτης χτισμένος με τούβλα και μια σταμνοθήκη, συμπλήρωναν τις ανέσεις του μικρού οικίσκου. 
Ένα τραπέζι πού έτριζε και δύο καρέκλες ψάθινες συμπλήρωναν τον εξοπλισμό. 
Μια πιατοθήκη κρεμασμένη στον τοίχο με τρία-τέσσερα τσίγκινα πιάτα και ένα αλουμινένιο κανάτι.. 

Δίπλα στό κτίριο υπήρχε κι ένας μικρός ξυλόφουρνος γιά τό βδομαδιάτικο ψωμί κυρίως. 
Παραπλεύρως μια μικρή τουαλλέτα και πιο ψηλά μια χτιστή δεξαμενή για να μαζεύει το βρόχινο νερό . Το κτίσμα ήταν σε κάποια απόσταση απ’ τη θάλασσα και κατέβαινες εκεί από ένα δύσβατο μονοπάτι. Από τό παράθυρο τού φάρου η θέα ήταν ανεπανάληπτη, όλο τό πέλαγος πιάτο μπροστά σου απ’ τα νησάκια τού Κότσικα μέχρι τ’ Αυλάκια.

Στο δωμάτιο του φάρου τοποθέτησαν τον κυρίως μηχανισμό με το μεγάλο κάτοπτρο και τη βάση περιστροφής. Ο φαροφύλακας το κατέβαζε με μια σειρά από μηχανισμούς και ράουλα , άναβε τη λάμπα με πετρέλαιο και το ξανανέβαινε με γρήγορες κινήσεις.
Μια δέσμη φωτός ξεχύνονταν μέσα στο σκοτάδι ορατή μίλια μακριά, έδινε ελπίδα στους ναυτικούς και τους έδειχνε το δρόμο για το ταξίδι τους.


Ο μπάρμπα Γιώργης πήγαινε στο μεγάλο παραθύρι και κοίταζε ώρες ολόκληρες τη θάλασσα πασχίζοντας να ξεχωρίσει μέσ’ στην τρικυμία κάποιο πλεούμενο. Το μάτι του πήγαινε γρήγορα από τον έναν κάβο στόν άλλο. Η χαρά του ήταν μεγάλη όταν απ΄ τον κάβο του Αη Νικόλα αξάντιζε κάποιο πανί. Προσπαθούσε να ξεχωρίσει αν ήταν δικό μας ή Τούρκικο καίκι, - γκαγκαλίδες όπως τά λέγανε. Τότε σήκωνε τη παλιά σημαία με τά ξέφτια για να τη βλέπουν οι Τουρκαλάδες όπως έλεγε. 

Πολλές φορές τύχαινε Τούρκικα καίκια για να γλυτώσουν από την φουρτούνα να μπαίνουν στην αγκαλιά του κόλπου του Βαθιού, φουντάρανε και μένανε εκεί μέχρι να κόψει ο καιρός. Αν ήταν δικό μας και πέρναγε γυαλό έβγαινε με τη μεγάλη μπουρού και σφύριζε δυνατά στέλνοντας χαιρετισμό στο πλήρωμα. Δεν τους ήξερε αλλά τους θεωρούσε δικούς του ανθρώπους, άσε πού το θεωρούσε και υποχρέωσή του. 

Μια φορά μάλιστα φάνηκε κατά τον κάβο στο Ασπροχόρτι ένα μεγάλο άσπρο τρικάταρτο με φουσκωμένα τά πανιά του απ’ τον μαίστρο, μπαταρισμένο ελαφρά, να σχίζει τά νερά αφήνοντας πίσω του την αφρισμένη θάλασσα. Δεν το είχε ξαναδεί να περνάει. Αμέσως ύψωσε την καινούργια σημαία για χαιρετισμό και είδε το μεγάλο ιστιοφόρο να μαζεύει τά πανιά του να στρίβει και να φουντάρει την πλωριά αγκυρα. Σφύριξε με τη μπουρού δυνατά καλωσορίζοντας το άγνωστο πλοίο. 

Μια βάρκα κατέβηκε με ναύτες ντυμένους με τις επίσημες στολές τους έναν αξιωματικό στην πρύμη όρθιο να δίνει παραγγέλματα και λάμνοντας τά κουπιά πλησίασαν τη στεριά. Ο Γιώργης είχε κατεβεί στην ακρογιαλιά να τούς υποδεχτεί, κρατώντας απ’ το σχοινί και το γάιδαρό του. Κατάλαβε ότι δεν ήταν τυχαίοι, αλλά δεν ήξερε και ποιοι ήταν. Απ’ τη βάρκα κατέβηκε ένας νεαρός ντυμένος με στολή με χρυσά σιρίτια τον οποίον του σύστησαν σαν τον διάδοχο του θρόνου, ήταν βλέπεις ο μετέπειτα βασιλιάς Παύλος. Ο γάιδαρος του Γιώργη για κάποιον λόγο άρχισε να γκαρίζει και ο βασιλόπαις πού άκουγε πρώτη φορά γάιδαρο να γκαρίζει έσκασε απ’ τα γέλια. 
Του άρεσε του Γιώργη να λέει αυτή την ιστορία.

Κάθε απόγευμα την ώρα πού σουρούπωνε εμφανίζονταν ένας ολόασπρος γλάρος, έφερνε βόλτες το φάρο, πλανάροντας στον δυνατό αγέρα, μέχρι να βγεί έξω ο Γιώργης. Εκείνος τον χαιρέταγε κι ο γλάρος με μια απότομη στροφή ξεχύνονταν προς τη θάλασσα. Είχε γίνει μια ευχάριστη συνήθεια και στους δυό αυτός ο χαιρετισμός.

Τά πρώτα χρόνια στο φάρο τά πέρασε μονάχος. Παραδίπλα μένανε οι γέροι γονείς του. Δύσκολη η μοναξιά, αλλά σαν παντρεύτηκε έφερε την κυρά στο μικρό σπιτάκι και γέμισε ο φάρος χαρά. Απέκτησαν τρία παιδιά και το μικρό κτηματάκι δίπλα στο φάρο, έγινε γή της Επαγγελίας. Με τά φρούτα του, τά κηπευτικά του , το λάδι του, έζησε την φαμελιά του. Η ζωή του άλλαξε αλλά το μόνο πού έμεινε όπως παλιά, ήταν το άναμμα του φάρου κάθε βράδυ γιατί τά καράβια έπρεπε να βλέπουν το "φανάρι της Παναγίας" για να κρατάνε τη ρότα τους.

Και μετά ξέσπασε ο πόλεμος, ήρθαν οι Γερμανοί και γκρεμίσανε το φάρο, σπάσανε το γυάλινο κάτοπτρο, διαλύσανε τά πάντα, για να μην παίρνουν στίγμα τα συμμαχικά πλοία και αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον Γιώργη το φαροφύλακα. Γκρεμίστηκε ο φάρος, γκρεμίστηκε και η ζωή του. 

Μετά την απελευθέρωση ήρθε το πολεμικό Ναυτικό και έφερε καινούργιο φανάρι με πιο μεγάλη φωτοβολία, πιο λαμπερό, αυτόματης αφής, με κάτι μεγάλες μπουκάλες ασετιλίνης αλλά εκείνος στο μυαλό του είχε το παλιό. 
Πού ήταν τά ράουλα να το ανεβοκατεβάζει ; Πού ήταν η μυρουδιά του γκαζιού; Και το παραθύρι στη θάλασσα γκρεμισμένο κι αυτό. Μόνη του παρηγοριά το πέλαγος. 


Να ο κάβος στ’ Αυλάκια στα ζερβά, να κι ο κάβος στο Πρασονήσι στα δεξά Αυτά μόνο ήταν στη θέση τους. Καί επειδή τό φανάρι άναβε αυτόματα τού είπαν πώς δέν χρειάζεται καί τόν έστειλαν στή Μύκονο. 
Πήγε γιατί έπρεπε νά θρέψει τήν φαμελιά του. Αλλά ξαναγύρισε στό σπίτι του δέν μπορούσε σέ άλλο τόπο δέν χώραγε πουθενά.
Και ξανάρθε το Πολεμικό Ναυτικό και πήρε το κάτοπτρο και έβαλε φάρο με ηλιακό φώς πάνω σε μια βραχονησίδα .
Και η καρδιά του φαροφύλακα του Γιώργη δεν άντεξε, κι ακολούθησε την τύχη τού φάρου, του δικού του φάρου.
Την ίδια μέρα απογευματάκι φάνηκε κατά το βοριά μια σκούνα μαύρη με ολόγιομα πανιά , χωρίς όνομα να ορτσάρει και να σκίζει το κύμα. Σαν σίμωσε ακούστηκε μια μπουρού να σφυρίζει μακρόσυρτο σφύριγμα, βραχνό σαν πένθιμο κάλεσμα, ενώ ο ήλιος βουτώντας στη θάλασσα έστελνε δεκάδες αναλαμπές, λούζοντας μ’ ένα κόκκινο φώς όλη την Ανατολή ,κάνοντας όλα τά τζάμια ν’ ανάβουν, σαν να φώτιζαν τη θάλασσα δεκάδες φάροι. 
Οι εναλλαγές των χρωμάτων άλλαζαν τά σύννεφα και ό αέρας τους έδινε σχήματα παράξενα, ένα σκηνικό απόκοσμο, σαν θρήνος. 
Μια ανάσα υγρού αέρα, η θάλασσα ριπίδιασε και από το μπουγάζι τ’ Αη Νικόλα ξεχύθηκε ένα πούσι πού κάλυψε τά πάντα, πολύ γρήγορα . 
Έφυγε γρήγορα, παίρνοντας μαζί στο φευγιό του και τη μαύρη σκούνα. 

Σε λίγο όλα χάθηκαν, σκοτείνιασε πιά και μόνο ο φάρος της Παναγίας του Κότσικα, συνέχισε να στέλνει τις ριπές του σταθερά και ρυθμικά.

Και πέρασε καιρός…………
Στό ποστάλι της γραμμής πού πλησίαζε στο Βαθύ μέσα σέ άγρια σοροκάδα, ο καπετάνιος σαν ζύγωσε στο φανάρι, νόμισε πώς άκουσε τη μπουρού να σφυρίζει, δεν ήταν και σίγουρος αλλά σφύριξε κι αυτός με τη βραχνή κόρνα του βαποριού, γιατί δεν ήταν σωστό να περιμένει ο Γιώργης τον χαιρετισμό του . Ασε πού του φάνηκε πώς τον είδε κιόλας με τη νιτσεράδα του να του σηκώνει το χέρι. 
"Μπα… ιδέα μου" σκέφτηκε και μπήκε μέσα στη ζεστασιά της γέφυρας. 
Ξανάριξε μια κλεφτή ματιά προς το φανάρι και γράπωσε γερά το τιμόνι. 

Στο λαιμό του ένας κόμπος τον πίεζε, ένας λυγμός.


Ο καλός φίλος Άρης, γιος του φαροφύλακα, που το μόνο του καθήκον είναι, να ανεβάζει την Ελληνική σημαία κάθε μέρα!!

Γιώργος Διολέτης


10 σχόλια

  1. "΄Εγραψες" ρε φίλε, λογοτεχνία με ευαισθησία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Δημήτρης Ζαφείρης04 Ιουνίου, 2024

    Πολύ όμορφο κείμενο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Stamatis Tsolakakis04 Ιουνίου, 2024

    Συγχαρητήρια...! Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα στο Καλάμι. Θυμάμαι τον Φάρο. Πολύ ωραίο αφήγημα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μαρία Ρήνα04 Ιουνίου, 2024

    Πολύ όμορφη ιστορία , συγκινήθηκα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ειρηνη Παπαγεωργιου04 Ιουνίου, 2024

    Υπεροχο!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ποσά μου θυμίσατε από το 1940 όσο μακριά και αν βρισκομε εκεί τριγηρο. Τα μάτια μου και η σκέψη μου εινε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Adamantini Tzereta04 Ιουνίου, 2024

    Υπέροχη ιστορία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Nikos M. Georgiou04 Ιουνίου, 2024

    Σαν μικρό παιδί όταν πηγαίναμε "στου Κότσκα" για προσκύνημα στην Παναγία και φαγητό την ταβέρνα του Λάριου , έβλεπα στη στροφή του κάβου αυτό το περίεργο οικοδόμημα που πύργος (έτσι αποκαλούσαμε τα εξοχικά με μια δόση μεγαλοπρέπειας) δεν ήταν . Ρωτώντας , έμαθα ότι ήταν φάρος χωρίς όμως το φαροφύλακα (αχ αυτή η άτιμη η εξέλιξη !) . Με την αυθαιρεσία του παιδικού μου μυαλού έπλαθα ιστορίες για πειρατές και κοντραμπατζήδες , αλλά κυρίως για τα χρόνια της κατοχής γιατί οι Ιταλοί φυλάκιζαν συμμάχους στρατιώτες στα κελιά του μοναστηριού της Παναγίας . Αυτή η πληροφορία είναι από τη συγχωρεμένη τη μητέρα μου , η οποία κοπελίτσα τότε πήγαινε καλαθάκια με φαγητό στους αιχμάλωτους συμμάχους στρατιώτες . Εκτός από το φαγητό ήταν προσεκτικά κρυμμένο κι ένα "ραβασάκι" όπως το έλεγε που τους ειδοποιούσε για το πότε θα πλησίαζε το υποβρύχιο από τη Μέση Ανατολή για να τους παραλάβει . Οι Ιταλοί φρουροί έκαναν "τα στραβά μάτια" , ίσως από φιλανθρωπία , ίσως με το αζημίωτο και όλα καλά . Γιώργο Διολέτη σ' ευχαριστώ για τις κοιμισμένες θύμησες που ξύπνησες στο μυαλό , με ένα μεγάλο εύγε για τη σύντομη αλλά πανέμορφη αφήγηση .

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ελενη Νικακη04 Ιουνίου, 2024

    Τι μου θυμησατε τώρα !Ο κυρ Γιώργος και η κυρά Πάτρα και τα τρία τους παιδιά όλοι μια παρέα τα καλοκαίρια στα Πιρναρια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Υπέροχο κείμενο!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αρχική σελίδα