Το νησί του μικρόρογου λευκού μοσχάτου έχει μπει στον 21ο αιώνα δυναμικά και με αισιοδοξία. Με την επίμονη δουλειά της Ενωσης Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου (ΕΟΣΣ), τα σαμιώτικα κρασιά διεισδύουν σε νέες αγορές και παραμένουν διάσημα και γλυκόπιοτα…
Τασούλα Επτακοίλη
Για τους ντόπιους, η Ενωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου είναι απλώς και μονολεκτικά, η Ενωση, τόπος συνάντησης των παραγωγών του νησιού κάθε Αύγουστο - περαιτέρω συστάσεις δεν χρειάζεται. Για τους ταξιδιώτες είναι το μεγάλο πέτρινο κτίριο, με τα εκατοντάδες βαρέλια στην αυλή του, που αντικρίζουν στα δεξιά τους μόλις το πλοίο φτάσει στο Βαθύ. Για μένα η Ενωση είναι δεκάδες αναμνήσεις από τα παιδικά μου καλοκαίρια: τα βαρέλια στο κατώγι του σπιτιού, οι θειαφοσακούλες της γιαγιάς κρεμασμένες στην αποθήκη, τα μοσχάτα, τα φωκιανά και τα κολοκυθάτα που ποτέ δεν έλειπαν από το τραπέζι μας, η κούραση του τρύγου, η χαρά του σπιτικού κρασιού. Τα χρόνια πέρασαν, τα παλιά αμπέλια της οικογένειας δεν υπάρχουν πια και φέτος έμελλε να περάσω την πόρτα της Ενωσης με μιαν άλλη ιδιότητα, για να ξεναγηθώ και να ξεναγήσω κι εσάς στην ΕΟΣΣ της νέας εποχής, με τα δύο μεγάλα οινοποιεία, τους 25 τοπικούς συνεταιρισμούς «υπό την προστασία» της και τους 100 μόνιμους υπαλλήλους…
Ο πρόεδρος, Γιώργος Καραγιάννης, ο γενικός διευθυντής και επί είκοσι και πλέον χρόνια οινολόγος της ΕΟΣΣ, Μάνος Τσακαλάκης, και ο διευθυντής Μάρκετινγκ, Γιάννης Παρασύρης, με περίμεναν. Ζεστά χαμόγελα και φιλόξενη ατμόσφαιρα σε ένα χώρο που έτσι κι αλλιώς αισθανόμουν λιγάκι σαν σπίτι μου… Μου εξήγησαν το νέο σκηνικό που διαμορφώνεται για την αμπελοκαλλιέργεια στο νησί, μου μίλησαν για τα νέα βιολογικά συνεταιριστικά κρασιά -το «Φυλλάς», το μοναδικό βιολογικό γλυκό που υπάρχει μέχρι στιγμής στην Ελλάδα και το «Δρυούσα», το λευκό ξηρό με τα έντονα αρώματα μοσχάτου- και βέβαια για το νέο «καμάρι» της Ενωσης, το Μουσείο Σαμιακού Οίνου, που πρόσφατα άνοιξε για το κοινό και συγκεντρώνει καθημερινά εκατοντάδες ξένους και ντόπιους επισκέπτες.
Από τα συμπόσια του Πολυκράτη στις αγορές τις Ευρώπης
Ο ίδιος ο Διόνυσος, σύμφωνα με την παράδοση, δίδαξε στους Σαμιώτες την καλλιέργεια του αμπελιού, όταν έφτασε στη Σάμο καταδιώκοντας τις Αμαζόνες που είχαν περιφρονήσει τη λατρεία του και είχαν καταφύγει στο νησί. Οι ντόπιοι βοήθησαν το θεό να τις νικήσει κι εκείνος τους χάρισε το κλήμα και τους δίδαξε τη διαδικασία παραγωγής του κρασιού. Τα ονομαστά συμπόσια του Πολυκράτη (6ος αιώνας) αλλά και του Μάρκου Αντώνιου, που στα σαμιακά ανάκτορα πέρασε ένα μικρό αλλά πολύ ευτυχισμένο χρονικό διάστημα με την Κλεοπάτρα (1ος αιώνας), εξασφάλισαν στο νησί συχνές αναφορές από τους ιστοριογράφους και τους περιηγητές της εποχής. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο μύλο της Ιστορίας και πολύς μούστος στα πατητήρια του νησιού.
Μπορεί η ιστορία της αμπελοκαλλιέργειας στη Σάμο να έχει την αρχή της στα προχριστιανικά χρόνια, όμως η επικράτηση των Οθωμανών στο Αιγαίο και η ερήμωση του νησιού διακόπτει τη συνέχειά της. Μετά τον εποικισμό που γίνεται στα μέσα του 17ου αι. το νησί επαναδραστηριοποιείται και στα μέσα του 18ου αι. ξεκινά η μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου του σαμιώτικου κρασιού. Οι μυρωδάτοι μοσχάτοι οίνοι ταξιδεύουν προς τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης: Παρίσι, Βιέννη, Τεργέστη, Βενετία, Βρυξέλλες, Λονδίνο. Τα αμπελοτόπια εξαπλώνονται. Πέτρινοι τοίχοι, οι πεζούλες, που εξασφαλίζουν περισσότερη έκταση καλλιεργήσιμης γης, χτίζονται όπου είναι απαραίτητο, στα ορεινά και στις απότομες πλαγιές.
Μέχρι το 1892 η αμπελοκαλλιέργεια καλύπτει τα 4/5 της συνολικής έκτασης του νησιού. Η πρώτη μεγάλη καταστροφική εισβολή της φυλλοξήρας εκείνη τη χρονιά κάνει τους καλλιεργητές να ανανεώσουν, όσο το δυνατόν, τους αμπελώνες με υποκείμενα ανθεκτικά στην ασθένεια, τα οποία εμβολιάζονται με όσα μοσχάτα έχουν διασωθεί, προσαρμόζονται στις κλιματολογικές συνθήκες και δίνουν το σημερινό χαρακτήρα του Μοσχάτου Σάμου. Ο 20ός αιώνας βρίσκει το οινεμπόριο σε ακμή αλλά τους παραγωγούς προβληματισμένους. Η μεσολάβηση των οινεμπόρων δεν τους επιτρέπει να απολαύσουν το μερίδιο που τους αναλογεί από τη ραγδαία εξάπλωση και τις επιτυχίες των σαμιώτικων κρασιών.
Οι συνθήκες ωριμάζουν στις αρχές της δεκαετίας του '30 και οι άνθρωποι των ορεινών χωριών του Καρβούνη αποφασίζουν να αντισταθούν στις δοκιμασίες και στην εκμετάλλευση των μεγαλεμπόρων και των τοκογλύφων και να διεκδικήσουν συνεταιρισμούς. Η άνθηση της συνεταιριστικής ιδέας είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση των αμπελώνων, την αύξηση της παραγωγής και την οριστική μετατροπή της οικοδίαιτης ενασχόλησης σε συστηματική, παραγωγική αμπελοκαλλιέργεια. Σε ένα τέτοιο κλίμα, το 1934 γεννιέται η Ενωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου. Στα χρόνια που ακολουθούν δημιουργούνται τα μεγάλα οινοποιεία στο Μαλαγάρι και στο Καρλόβασι, εξοπλίζονται με τα απαραίτητα μηχανήματα, αποκτούν μεγάλες οινοδεξαμενές.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, μοναδικός αντίπαλος του σαμιώτικου κρασιού ήταν… ο τουρισμός, που εισέβαλε δυναμικά στις αρχές της δεκαετίας του '80 και έκανε πολλούς ντόπιους να εγκαταλείψουν τα αμπέλια τους και να στραφούν σε πιο επικερδείς ενασχολήσεις, ιδιαίτερα στην Aνατολική Σάμο. Το κέντρο της παραγωγής μετατοπίστηκε τότε προς τα δυτικά: στον Πλάτανο, στη Λέκκα, στους Αγίους Θεοδώρους, στην Υδρούσσα, στα Κοντακέικα. Η κατάσταση τελευταία αρχίζει, πάντως, να αλλάζει, μετά τα πολλά σκαμπανεβάσματα της τουριστικής κίνησης. Πολλοί Σαμιώτες επιστρέφουν στην αμπελοκαλλιέργεια. Με το μικρόρωγο μοσχάτο (τον «ευγενή κλάδο» της ποικιλίας) να καλύπτει το 98% των αμπελώνων του νησιού, οι γεωπόνοι της ΕΟΣΣ προσπαθούν για τη διάδοση και νέων ποικιλιών, όπως ο αυγουστιάτης και η μανδηλαριά, που δίνουν κόκκινα κρασιά.
Με μια μέση ετήσια παραγωγή 7.000 τόνων, τα σαμιώτικα κρασιά, με εφόδια την ποιότητα και τις προσιτές τους τιμές, βρίσκονται σήμερα σχεδόν σε όλες τις κάβες και τα σούπερ μάρκετ της Ελλάδας, διεκδικώντας δυναμικά ένα μεγάλο κομμάτι της εμπορικής πίτας. Ταυτόχρονα, οι εξαγωγικές τους δυνατότητες παραμένουν εντυπωσιακές όπως και στο… λαμπρό παρελθόν. Περισσότερο από το μισό της παραγωγής -4.000 τόνοι- εξάγεται κάθε χρόνο στη Γαλλία.
Αντί επιλόγου
Αυτή την εποχή στο νησί ο τρύγος τελειώνει σιγά σιγά. Τα τελευταία «γομάρια» (φορτία) μεταφέρονται στην Ενωση και στα χωριά ανοίγουν τα καζάνια (τα μικρά οικογενειακά οινοποιεία), που θα γεμίσουν με τσίπουρα, φλησκούνι, αλισφακιά και ζεστό νερό, για να βγει η σούμα της χρονιάς.
Στην υγειά μας, πατριώτες!
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου