Χάθηκε το Ελληνικό Καλοκαίρι;



Το ελληνικό καλοκαίρι, που τώρα αντιμετωπίζεται ως προαιώνια παράδοση και εκ γενετής δικαίωμα, είναι στην πραγματικότητα μια εξαιρετικά πρόσφατη και βραχύβια ιστορία.

Στην μορφή που το μνημονεύουμε σήμερα, ξεκίνησε ουσιαστικά μόλις τη δεκαετία του 90.

Ως ακόμα και τα 70s περίπου, ένα μικρό μόνο ποσοστό των Ελλήνων, από την ανώτερη μεσαία τάξη και πάνω, έκανε διακοπές σε ξενοδοχεία, κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα και σε Κέρκυρα, Ρόδο και 4-5 ακόμα νησιά το πολύ, που είχαν ανεπτυγμένο τουριστικό προϊόν.
Οι Κυκλάδες ήταν μυστικό των εναλλακτικών ντόπιας και ξένης ελίτ.
Λίγες δεκαετίες πριν δεν είχαν καν άσπρα σπίτια.
Μέχρι τη δεκαετία του 70 υπήρχε αρκετός κόσμος ακόμα, που απασχολούνταν σε υπαίθριες εργασίες και το τελευταίο που σκεφτόταν ήταν να πληρώσει για να τον βαράει ο ήλιος κι εκτός εργασίας.
Κάποιοι, όχι λίγοι, δεν ήξεραν καν κολύμπι.

Τη δεκαετία του 80 αναπτύχθηκε με κάποια καθυστέρηση στην Ελλάδα η μεσαία τάξη, όπως υπήρχε στη Δύση, και μαζί με αυτή η έννοια του ελεύθερου χρόνου, του χόμπι, των δραστηριοτήτων, η ιδέα του να πληρώνεις για να ανακαλύψεις ακόμα και να ταλαιπωρηθείς.
Ως τότε, διακοπές σήμαιναν σχεδόν αποκλειστικά ξεκούραση. Κι όχι κατ´ ανάγκη μακριά από το σπίτι.
Και πάλι, παρά τον εισοδηματικό εκδημοκρατισμό, ακόμα και το 80 πολλοί επέλεγαν για διακοπές τα χωριά τους, τα εξοχικά, όσοι είχαν, ή τη φιλοξενία σε εξοχικά φίλων. 
Πάντως δεν ήταν η συντριπτική πλειοψηφία όσοι πλήρωναν 2 εβδομάδες+ σε ξενοδοχεία σε νησιά.

Στα 90s ανακαλύφθηκαν μαζικά οι Κυκλάδες κι έγιναν ταχύτατα εμβληματικό κομμάτι του ελληνικού καλοκαιριού στο συλλογικό ασυνείδητο.
Εκείνη τη δεκαετία ενηλικιώθηκε μια γενιά που πρώτη φορά, κυρίως στα φοιτητικά χρόνια, συνεπικουρούμενη σε διαφορετικούς βαθμούς και από γονεϊκά χρήματα, εδραίωσε τη συνήθεια των καλοκαιρινών διακοπών.

Κάπου κοντά στο 2000 και μετά ακολούθησε η εποχή της αστακομακαρονάδας και της αθηναιοποίησης των τουριστικών προορισμών τόσο σε ύφος όσο και σε εύρος επιλογών.

Η αρχή της ελληνικής κρίσης ήταν και η σταδιακή αρχή του τέλους του περίφημου ελληνικού καλοκαιριού, όπως είχε ήδη μυθοποιηθεί στη σύντομη ζωή του.
Ξεκίνησε η εποχή που αρχές καλοκαιριού στα ρεπορτάζ κυριαρχούσαν κραυγές για το δυσβάσταχτο κόστος διακοπών μιας τετραμελούς οικογένειας.

Η ιστορία του ελληνικού καλοκαιριού είναι η ιστορία της μεσαίας τάξης που ετεροχρονισμένα ακολούθησε την άνοδο και την πτώση που σε διαφορετικούς βαθμούς παρατηρήθηκαν και στην υπόλοιπη Δύση.

Είναι η ιστορία της οικονομικής πορείας της χώρας. 
Πολλοί θυμούνται πλέον τα 80s ως εποχή ευμάρειας. Αρκετοί ξεχνούν τι αγοραστικές προσδοκίες υπήρχαν τότε. Μιλάμε για τη δεκαετία που δεν είχαμε καν μπανάνες!*
Τη δεκαετία που όλα τα καταναλωτικά προϊόντα που θεωρούμε αυτονόητο τώρα να έχουμε με το λανσάρισμα τους, έρχονταν με δεκαετή χρονοκαθυστέρηση. 
Το cd εφευρέθηκε το 79. Αρχές 90s θεωρούνταν ακόμα κάτι καινούριο και σπουδαίο.
Όταν ήμουν πιτσιρίκι, μέσα 80s, πήγαινα βόλτα με τον πατέρα μου στο λιμάνι, στην Πάτρα, να δω αυτοκίνητα ευρωπαίων τουριστών που έρχονταν από Ιταλία, που δεν είχα ξαναδεί ποτέ λάιβ. 
Οι άνθρωποι γενικώς αντιλαμβάνονται τον πλούτο (και την ευτυχία εν γένει) συγκριτικά.
Με το παρελθόν και με τους γύρω. 
Στα 80s δεν υπήρχε η προσδοκία για αγαθά και υπηρεσίες που υπάρχει τώρα. 
Για το τελευταίο ηλεκτρονικό προϊόν, για βιολογικά και χωρίς γλουτένη τρόφιμα, για τη δυνατότητα κάθε παιδί να κάνει 52 εξωσχολικές δραστηριότητες.
Υπήρχε μια αρκετά κλειστή οικονομία κι η αύξηση των εισοδημάτων προπορεύτηκε προς στιγμή την αύξηση των τιμών των εγχώριων υπηρεσιών.
Οι διακοπές έγιναν για αρκετούς συγκριτικά φθηνές.
Από το 90 και μετά και έως το 2008 η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Πολύ απλά οι Έλληνες έγιναν πλουσιότεροι (με δανεικά προφανώς, τα 'χουμε πει αυτά).
Ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι πλέον είμαστε συγκριτικά πολύ φτωχότεροι σε σχέση με άλλες χώρες.
Μια βόλτα σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ είναι διαφωτιστική.

Είναι επίσης η ιστορία της αναβάθμισης του τουριστικού προϊόντος και του brand name της χώρας.
Το ποσοστό των ξένων σε σχέση με τους Έλληνες που κάνουν διακοπές στην Ελλάδα αυξάνει διαρκώς, άρα και η επίδραση τους στις τιμές.
Το τάργκετ γκρουπ αλλάζει. Πολλοί έχουν ξεχάσει τί υπηρεσίες υπήρχαν παλιά και τι και σε ποιους απευθύνονται τώρα.

Πάνω από όλα η ιστορία του ελληνικού καλοκαιριού είναι η ιστορία μιας γενιάς. Των εφήβων και νέων των 90s.
Δεν είναι μόνο ότι είναι μια γενιά που κατά μέσο όρο έζησε πτώση βιοτικού επιπέδου.
Είναι ότι έζησε και μυθοποίησε το ελληνικό καλοκαίρι σε ηλικίες με τελείως διαφορετικές απαιτήσεις.
Ακόμα κι αν δεν άλλαζαν οι τιμές, είναι τελείως διαφορετικό να πηγαίνεις Πάρο, κατάστρωμα χωρίς αμάξι, 3-4 άτομα στο ενοικιαζόμενο, βγάζοντας την μέρα με πιτόγυρα και καπρίς παπαδοπούλου και διαφορετικό τώρα στα 40 φεύγα που υπάρχει η προσδοκία/απαίτηση/ανάγκη για αυτοκίνητο και ταβέρνα/εστιατόριο δυο φορές την μέρα επί 4. 

Χάθηκε το ελληνικό καλοκαίρι;

Εν μέρει, ναι. Άνθρωποι σε άλλες χώρες έγιναν πλουσιότεροι σε σχέση με μας και όλο και περισσότεροι από αυτούς θέλουν να έρχονται στην χώρα ζητώντας όλο και περισσότεροι από αυτούς ποιοτικότερες (=ακριβότερες) υπηρεσίες 
και καθορίζοντας σε όλο και μεγαλύτερο ποσοστό τη ζήτηση.

Εν μέρει, όχι, για όσο θα υπάρχουν ακόμα σχετικά φθηνοί προορισμοί στην Ηλεία, στην Αχαΐα, στην Εύβοια, στην Πιερία, στη Θεσπρωτία και σε τόσα άλλα μέρη.

Φωτογραφία: Πιτσιρίκια ποζάρουν στη Σαντορίνη του '62. Φωτο: Ιωάννης Λάμπρου / Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη

1 σχόλιο

  1. Χρήστος Φούκης30 Ιουνίου, 2023

    Χάνεται το καλοκαίρι, χάθηκε το φιλότιμο, χάθηκε η ανθρωπιά χάνεται ο Έλληνας θα χαθεί κι' η ....πατρίδα μαζί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αρχική σελίδα