Ήταν ένα φθινοπωρινό γλυκό απόγευμα όταν ξεκινήσαμε με αυτοκίνητο από το Μαραθόκαμπο για το Γιαλό. Έτσι συνηθίζουν όλοι να λένε τον Όρμο του Μαραθοκάμπου, το όμορφο και γραφικό, μα άτυχο λιμανάκι. Άτυχο, γιατί το ρήμαξε η μπόρα και η αγριότητα του πολέμου και πιο άτυχο ακόμα, γιατί είκοσι ολόκληρα χρόνια, ύστερα από την καταστροφική εκείνη μέρα του πολέμου, μένει στην ίδια αθλιότητα κι αφροντισιά, εκτός από μερικές μικροεπισκευές του μικρού μώλου, που με τα φτωχικά της μέσα κάνει η Λιμενική Επιτροπή.
Συντροφιά μας στο αυτοκίνητο έχουμε δυο περαστικούς ξένους. Κατηφορίζουμε με συνεχείς στροφές. Το τοπίο, που ξετυλίγεται μπροστά μας, είναι ωραίο. Όλα τριγύρω μας πράσινα και δροσερά. Στις άκρες του δρόμου, οι ελιές ρίχνουν τη σκιά τους, ο κάμπος απλώνεται πιο κάτω νωχελικά, ενώ η θάλασσα, ασημογάλανος καθρέφτης, μας συναρπάζει στη θέα της.
Ένα απότομο φρενάρισμα μας συνεφέρνει κάτι συνέβη στο αυτοκίνητο και ο σοφέρ βγήκε να το επισκευάσει.
Για μας και κυρίως για τους ξένους, ήταν μια ευκαιρία να θαυμάσουμε το καταπληκτικό αυτό θέαμα με κάθε λεπτομέρεια. Μπροστά μας έχομε ένα μεγάλο κεντημένο τάπητα με όλες τις αποχρώσεις του πράσινου και του καφέ. Είναι τα φυτεμένα κηπουρικά και τα νιοσκαμμένα χωράφια που ετοιμάζονται από τώρα για να δεχτούν τη νέα σπορά.
Τριγύρω ο κάμπος της Βελανιδιάς αγκαλιάζεται από λόφους. Ανατολικά από τους πρόποδες και τα βουναλάκια του Καρβούνη, που επάνω τους βρίσκονται μικρά χωριουδάκια, ο Πλάτανος, τα Κουμέικα, τα Σκουρέικα, το Νιοχώρι και οι Σπαθαραίοι πιο πάνω. Βορεινά προστατεύεται από το Φτεριά, που στις πλαγιές του απλώνεται ο Μαραθόκαμπος και πιο κάτω στην ακροθαλασσιά ο Όρμος. Στα νότια του κάμπου απλώνεται η θάλασσα με τα δαντελωτά ακρογιάλια της και τη Σαμιωπούλα στο βάθος. Πιο κάτω τα Δωδεκάνησα, πιασμένα απ το χέρι στη σειρά, λες και χορεύουν το νησιώτικο χορό τους.
Οι ξένοι μας μένουν μαγεμένοι από τη γύρω φύση. Με ενθουσιασμό βλέπουν τα ολόασπρα καλυβόσπιτα, σκορπισμένα μεσ’ στην πρασινάδα, που με τις κοκκινωπές στέγες τους, συμπληρώνουν την αρμονία των χρωμάτων και όλου του τοπίου. Με νοσταλγία ονειρεύονται θερινές διακοπές σ’ ένα τέτοιο δροσερό ειδυλλιακό τοπίο, με την ολοκάθαρη θάλασσα.
Την προσοχή τους τραβούν ακόμα οι κολώνες, που μοιάζουν με ερείπια αρχαίου ναού και ξεκινάν από τη μέση του κάμπου για να φτάσουν ως την ακροθαλασσιά.
Στην απορία τους προθυμοποιείται να τους πληροφορήσει σχετικά ο σωφέρ.
- Είναι οι «Καμάρες», που στα παλιά τα χρόνια έφερναν το νερό από μακριά, από τη «μάνα» του νερού έως κάτω στην άκρη του κάμπου, κοντά στην άμμο. Εκεί ήταν ένας νερόμυλος με τη χτισμένη «κρέμαση» του νερού. Με τον καιρό έπεσαν τα επάνω τόξα, κι έμειναν οι κολώνες αυτές, άχρηστα πράγματα πια, γιατί τους νερόμυλους τους έφτιαξαν αργότερα κοντά στο νερό, μέσ’ στη ρεματιά.
Είπε κι άλλα ο οδηγός. Για τη γέρικη πανύψηλη δρυ, που έστεκε σαν δραγάτης στην άκρη του κάμπου και που από αυτήν πήρε το όνομα «Βελανιδιά».
Όλα αυτά ήταν πολύ ενδιαφέροντα. τα σχόλια συναγωνίζονταν το θέαμα και αποφασίστηκε την επομένη να πηγαίναμε πεζοί πια, αφού αυτοκινητόδρομος δεν υπάρχει, να επισκεφτούμε από κοντά τους νερόμυλους της Βελανιδιάς. Έτσι κι έγινε.
Οι μύλοι είναι τρεις και βρίσκονται στην ίδια ρεματιά, που οργιάζει η βλάστηση και οι δροσιές της είναι μαγεία. Κάτω από τα πλατάνια και τις καρυδιές τα κοτσύφια ασταμάτητα διαλαλούνε τη χαρά τους με τα γλυκά τους σφυρίγματα. Πλάι στις ανθισμένες λυγαριές και τα ανθισμένα βάτα κελαρύζουν τα καθάρια νερά. Είναι η ρεματιά, που η φαντασία των μικρών παιδιών την θέλει εξωτική, με τις νεράιδες να χορεύουν τυλιγμένες στα αραχνοΰφαντα πέπλα τους.
Έξω από τους μύλους οι «φτερωτές» γυρίζουν με βουητό και το νερό που πέφτει από την «κρέμαση» εξακοντίζεται μακριά σε λεπτότατα σταγονίδια. Ο ασπρομάλλης μυλωνάς κανονίζει με τέχνη τις μυλόπετρες, που γυρίζουν ρυθμικά και μεις παρακολουθούμε το ξανθό σιτάρι που πέφτει σιγανά απ την «κοφίνα», το σιλό του μύλου, στο κέντρο της μυλόπετρας, για να συνθλιβεί και να γίνει αλεύρι.
Βέβαια όλ’ αυτά είναι πρωτόγονα μέσα αφού στην εποχή μας έχουν βιομηχανοποιηθεί τα πάντα, δεν παύουν όμως να εξυπηρετούν τους αγρότες μας και να έχουν τη γραφικότητά τους και τη γοητεία τους.
Σαν συμπλήρωμα στην ωραία εκδρομούλα μας ήρθε και η φιλοξενία των μυλωνάδων, που μας είδαν με χαρά τους να τους επισκεπτόμαστε.
Σαν συμπλήρωμα στην ωραία εκδρομούλα μας ήρθε και η φιλοξενία των μυλωνάδων, που μας είδαν με χαρά τους να τους επισκεπτόμαστε.
- Με το χείλι που έχουμε θα σας φιλήσουμε, μας λέει ο πρώτος στον κάτω μύλο και μας φέρνει ένα καλάθι από γλυκά φρέσκα συκαλάκια, τα περίφημα Βελανιδιώτικα «στουρνέλια» μαζί κι από ένα ποτηράκι «σούμα» για την ξεκούραση.
- Το βρισκούμενο μας λένε στο δεύτερο μύλο, λίγα φρέσκα καρύδια με μέλι και να μας συγχωρείτε.
- Ορίστε, κοπιάστε, μας γλυκομιλάει η νοικοκυρά με τα ροδοκοκκινισμένα μάγουλα απ τη φωτιά, στον παραπάνω μύλο. Λίγες τηγανίτες με ντόπιο δερματίσιο τυρί, μη μας σιχαίνεστε.
Οι ξένοι μας ενθουσιάστηκαν.
Τόσο ανοιχτόκαρδοι και φιλόξενοι άνθρωποι δεν βρίσκονται αλλού.
Τόσο ανοιχτόκαρδοι και φιλόξενοι άνθρωποι δεν βρίσκονται αλλού.
Πιο πάνω στη ρεματιά είναι η μεγάλη πηγή, η «μάννα του νερού». Απ αυτή και μιαν άλλη πιο πέρα, το «πάνω» και το «κάτω» νερό, όπως το λένε, ποτίζεται όλος αυτός ο κάμπος «αυλακάτα», χωρίς δεξαμενή.
Εκτός από το σιτάρι, καλλιεργούνται εδώ κρεμμύδια πολλά, ώστε γίνεται και εξαγωγή. Κάθε Αύγουστο σ’ αυτή την ακρογιαλιά καταφθάνουν μικρά και μεγάλα καΐκια, για να εφοδιαστούν με τα ονομαστά για τη γλυκύτητά τους Βελανιδιώτικα κρεμμύδια. Ιδιαίτερη προτίμηση σ’ αυτά είχαν άλλοτε οι καλόγεροι του Αγίου Όρους, που έρχονταν οι ίδιοι με τα ναυλωμένα ιστιοφόρα τους εφωδιασμένοι με γαλέτες, κομπολόγια, φουντούκια και άλλα προϊόντα τους, ελκυστικά σε μας τους μικρούς τότε.
Στα παλιά τα χρόνια όλος ο κάμπος ήταν ένα καταπράσινο περιβόλι από λεμονιές και πορτοκαλιές. Ήρθεν όμως η φυλλοξήρα και τα ρήμαξεν όλα. Στη θέση τους έβαλαν οι γονείς μας αμπέλια και το «Γιαλό» γέμισεν από ταβέρνες και μοσχάτο κρασί. Δυστυχώς ήρθε κατόπιν άλλη φυλλοξήρα, πιο φοβερή απ την πρώτη. Ήταν ο Πρώτος Μεγάλος πόλεμος με την πείνα του και την ανέχειά του και και ξερριζώθηκαν άσπλαχνα σχεδόν όλα, για να σπαρτούν σιτάρια να φάη ο κόσμος ψωμί και να σωθή.
Οι εγκαταλειμμένοι ως τότε νερόμυλοι του χωριού μπήκαν σ’ ενέργεια και ήταν όλοι μια χαρά. Μα πιο γραφικοί και πιο δροσόλουστοι ήταν και είναι αυτοί της Βελανιδιάς. Κι όταν συνέβαινε να γίνει καμμιά φορά διανομή Κρατικού σιταριού με το δελτίο, οι νερόμυλοι ήταν στις φούριες τους. Τότε η χαρά της διανομής μέσα σε κείνη την ανέχεια, έδινε όρεξη για ανέκδοτα και τραγούδια, με τη σιγανή υπόκρουση της μυλόπετρας.
Πέρασεν ο πρώτος πόλεμος κι ήρθεν ο δεύτερος και τότε οι νερόμυλοι ήταν πάλι στις μεγάλες τους δόξες. Η επίσκεψη σ’ αυτούς εθεωρείτο μεγάλο ευτύχημα, γιατί το σιτάρι ήταν λιγοστό και δυσεύρετο.
Μα οι πόλεμοι πέρασαν πια, ηρέμησαν τα πνεύματα, εξωμαλύνθηκαν οι διαφορές και ήρθεν η γαλήνη. Οι «φτερωτές» ωστόσο εξακολουθούν, έστω και πιο αραιά, να γυρίζουν ρυθμικά, μέσα στο δροσερό και γοητευτικό τοπίο της Βελανιδιάς.
~*~
- Η ολοζώντανη δροσερή περιγραφή της εκδρομής του Κώστα Τζαννετή και της παρέας του στη Βελανιδιά, δημοσιεύτηκε στη ΣΑΜΙΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ-ΑΡΙΘ. ΤΕΥΧΟΥΣ 9, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1966!!! Η ορθογραφία του κειμένου παρέμεινε ως είχε, πλην του πολυτονικού.
- Οι σύγχρονες εικόνες από τον κάμπο της Βελανιδιάς που έντυσαν υπέροχα το κείμενο, ανήκουν στο Νίκο Χατζηιακώβου που για μια ακόμα φορά ανταποκρίθηκε πρόθυμα άμεσα και αποτελεσματικά στην "έκκληση μου για βοήθεια". Ευχαριστώ Νίκο!!!
- Οι 5 βιβλιοδετημένοι τόμοι με το σύνολο των εκδοθέντων τευχών του πολύ σημαντικού περιοδικού ΣΑΜΙΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ "ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΣΑΜΙΩΝ" 1963-1990), είναι το τελευταίο μου απόκτημα, δώρο ακριβό, φίλου που θεώρησε πως στα χέρια μου θα πιάσει τόπο. Ευχαριστώ!!!
Τι ομορφιά!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπίθανο...
ΑπάντησηΔιαγραφήAYTA TA MNHMEIA ΕΠΡΕΠΕ ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΣΑΝ ΤΗΝ ΣΑΜΟ ΝΑ ΤΑ ΕΙΧΑΝ ΠΡΟΣΕΞΕΙ, ΑΛΛΑ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΜΟΝΟ ΤΟ ΦΑΓΟΠΟΤΙ ΑΓΑΠΗΣΑΝ... ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ... ΤΙ ΝΑ ΠΕΙΣ...
ΑπάντησηΔιαγραφή