Ο ΑΦΟΥΣΗΣ ή ΑΝΤΡ(ε)ΑΣ - Η ιστορία της Κάσου που έγινε τραγούδι

 


Αφιερωμένο στο φίλο μου τον Μιχάλη Γρηγοριάδη για την αφορμή

Η ιστορία του Αφούση που έζησε πριν από πολλά χρόνια στην Κάσο. 
Η ζωή του που έγινε μουσικός σκοπός, και πλέον τραγουδιέται σε όλη την Ελλάδα με ποικίλους τρόπους και όργανα. 
Όμως, ποιά ήταν η αληθινή του ιστορία;

Υπάρχει ένα βιβλίο με τον τίτλο “Ο Αφούσης ή Αντράς” έκδοσης του 1924 στην Αίγυπτο, τότε που εκεί ζούσαν πολλοί Κασιώτες (πάνω από το μισό του πληθυσμού του νησιού), γιατί είχαν πάει για να δουλέψουν στο άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ. 

Ο Αντράς είναι ο Αντρέας και το Αφούσης είναι παρατσούκλι του Αντρέα που πρέπει να έζησε στα μέσα του 1800. 

Εκείνο τον καιρό, η Κάσος είχε γυψορυχείο και οι κάτοικοι του νησιού φόρτωναν γύψο και ταξίδευαν έως τη Μαύρη Θάλασσα, για να ξεφορτώσουν. Εκεί κάποιος ναυτικός είδε έναν Ρώσο που έμοιαζε του Αντρά. 

Όταν γύρισε στην Κάσο, είπε πως αυτός μοιάζει με τον Αφούση, τον Ρώσο, που είδαν σε ένα λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας. Έτσι έμεινε και το όνομα. 

Ο «Αφούσης» ήταν ένας καλός και εγγράμματος νέος. Νεαρός ερωτεύθηκε μια κοπελιά από το νησί, την Κατερίνα. Όμως όταν μετέβη κάποτε στην Κρήτη, όπου είχε συγγενείς, αντίκρισε να σφάζεται μπρος στα μάτια του ο πατέρας του από Τούρκους.

Αυτή ήταν η αιτία που παραλόγισε και επέστρεψε στην Κάσο σε κατάσταση μωρίας. 

Δεν μπορούσε πια να εργαστεί ως δάσκαλος. Έτσι, περιφερόταν στους δρόμους του νησιού ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε ένα μάλλινο ζωνάρι στη μέση και ξεκουμπωμένο πουκάμισο. Στο χέρι του κρατούσε ένα καλάθι και τον συνόδευε πάντα ο πιστός του σκύλος, ο Λεονταρής, που μοιραζόταν μαζί του τα ξεροκόμματα, που του πρόσφεραν. 

Συνήθως φορούσε στο κεφάλι του περισσότερα από πέντε καπέλα…

Την κοπελιά την πάντρεψαν οι δικοί της με έναν ναυτικό. Ο ναυτικός χάθηκε σε ναυάγιο. Έτσι η Κατερίνα έμεινε για όλη την υπόλοιπη ζωή της χήρα. 

Κατά καιρούς όταν επανερχόταν η μνήμη του Αφούση, αυτός θυμόταν το αίσθημά του και ξεροστάλιαζε έξω από το κονάκι της. 

Η χήρα βλέποντας τον Αφούση σε αυτή την τραγική κατάσταση, τον λυπόταν και πολλές φορές του πρόσφερε ένα πιάτο ζεστό φαι… Πάντα με το φόβο μην την δει κανένα κακό μάτι από τη γειτονιά και αρχίσουν τα σχόλια. 

Ο Αφούσης πολλές φορές επέμενε να δει τη χήρα. Όταν πια αυτή δεν ανταποκρινόταν, και τον είχε πιάσει το σκοτάδι, για να του ανοίξει την πόρτα της, ξεκίναγε πατινάδα με τον εξής στίχο… (Β)άλε φωδιά στο λύχνο σου, να φέξ’ η κάμαρή σου… Αντράς, κερά μου στέκεται ομπρός εις την αυλή σου

Παρά την ψυχολογική και διανοητική του κατάσταση, ποτέ δεν έβλαψε κανένα και γνώριζε κάθε κατοίκου την ιδιότητα. Με ένα ποτηράκι, ο Αφούσης άρχιζε να διηγείται διάφορες ιστορίες και μύθους ή να ταιριάζει στίχους προκαλώντας το γέλιο. Η πιο συχνή του φράση ήταν: «Εγώ Αφούσης παλλαρός;…». 

Σε ανθρώπους πάλι που τον ρωτούσαν ποιος είναι, αυτός απαντούσε στερεότυπα: «Ντροπή σας να ρωτήξετε τους άλλους να σας πούσι… Ούλοι σας θα γνωρίζετε εμένα τον Αφούση…». 


Ενδιαφερόταν μόνο για την λίγη εκείνη λιτή τροφή, που συνέλεγε από τη φύση ή που αγόραζε με τα μικρά και με όριο φιλοδωρήματα που δεχόταν, αρκετή για να κινείται ξένοιαστα στο τέλεια δικό του περιβάλλον. 

Σεμνότατος ο ίδιος, έζησε ήσυχα τις πιότερες μέρες του βίου του μέσα σε μια σπηλιά με μια κατάσκληρη πέτρα για προσκεφάλι. Ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε στη μέση με μάλλινο ζωνάρι και ξέκουμπο πουκάμισο κυκλοφορούσε στους δρόμους του νησιού καυτηριάζοντας συστηματικά τις ελαττωματικές συνήθειες των συμπατριωτών του χρησιμοποιώντας συχνά κάποιες στερεότυπες φράσεις που ο ίδιος είχε πλάσει με την χαρακτηριστική λεπτότητα που τον διέκρινε και πρόσχημα την τρέλα του.

Κάποτε σε μια συγκέντρωση ο Αφούσης ήταν λίγο μεθυσμένος. Εζήτησε ένα τάλληρο κι όταν το έλαβε γύρισε προς τον πιο φιλάργυρο με το νόμισμα στην παλάμη βέβαιος για την απόφαση του αντικρινού και του πε:

– Άκου δω. Ή θα σου δώσω ένα τάλληρο και να σου φτύσω ή να μου δώσεις ένα τάλληρο να μη σου φτύσω

Ο Αφούσης ήταν εύθυμος, ολιγόλογος και βαθύτατα φιλοσοφημένος. Ένας τρυφερός, μοναχικός και με καλή καρδιά άνθρωπος που ποτέ δεν έβλαψε και δεν έδωσε αφορμή να τον αποστραφεί κανείς.

Τα παιδιά δεν τον άφηναν σε ησυχία αν πρώτα δεν τους έλεγε ένα παραμύθι. Ξεκινούσε να λέει μια γεμάτη ασυναρτησίες από την αρχή μέχρι το τέλος ιστορία την οποία σε κάθε πρόταση απότομα διέκοπτε μέχρι τα παιδιά να του ζητήσουν να συνεχίσει.

– Μια φορά το λέει, σαράντα δράκοι και σαρανταεπτά δρακόντισσες.

– Κι ύστερα, κι ύστερα

– Και περάσαν πάνω από τους κάμπους και αφού εγέννησαν εν το μεταξύ έμειναν μόνον 17

– Κι ύστερα, κι ύστερα…

Στα γλέντια όλοι τον ήθελαν στις παρέες γιατί προκαλούσε την ευθυμία με σύντομες ιστορίες και στίχους που ο ίδιος περίτεχνα ταίριαζε επιτόπου. Ένα τέτοιο μαντιναδάκι σώθηκε με κάποια δικά του δίστιχα τα οποία έγραψε όταν ερωτεύθηκε το Κατερινάκι.

Σαράντα κάτεργα ΄ρχουται, από την Αγγλιτέρα

την ομορφιά σου κούσανε, και προξενιά σου φέρα

Ο Αφούσης, μεγάλος πια, περιφρονημένος, εξασθενημένος και άρρωστος βαριά, όταν κατάλαβε το τέλος του, πλάγιασε σε ένα εγκαταλειμμένο χάλασμα. 

Η απουσία του έγινε αισθητή από τους ανθρώπους του χωριού, που τον αναζητούσαν μέρες. 

Κάποια παιδιά τον ανακάλυψαν και τον μετέφεραν στον καφενέ του Κώστα του Μιχ. Διάκου. 

Τότε όλοι έτρεξαν να του συμπαρασταθούν στις τελευταίες του στιγμές. Εκτός από μερικούς άντρες, λέγεται ότι ήταν και πάνω από 20 γυναίκες. 

Σε κάποια στιγμή του παραληρήματος του, γιατί ο Αφούσης είχε 40 πυρετό, άρχισε να τραγουδά γλυκά το «γιαέλυ», λέγοντας: 

Σήμερον είμ’ ακόμ’ εδώ, αύριον θα πεθάνω.

Και θα με πάρουν στο Χριστό, σαν ένα καπετάνο

Πράγματι, την επομένη ο Αφούσης πέθανε. Λέγεται δε πώς ποτέ νεκρός δε συγκέντρωσε τόση μεγάλη συνοδεία. 

Ο λαός της Κάσου όχι μόνο αγάπησε τον Αφούση, τον τρελό του χωριού, αλλά για να τον θυμάται, διέσωσε κάποιους στοίχους από τη μελωδία που συχνά μονολογούσε στη μοναξιά του ο Αφούσης. (Αποσπάσματα από κείμενο που έχει γράψει ο Μιχάλης Κ. Σκουλιός)

Ένα παπόρι έρχεται, να το πω να μη το πω (×2)

Κι είναι κοντά να αράξει (×2)

Βρε αφούση βρε Αντρά

Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά

Και φέρνει της αγάπης μου, να το πω να μη το πω (×2)

Βρε ποκάμισο να αλλάξει (×2)

Βρε αφούση βρε Αντρά

Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά

Εγέρασα και δε μπορώ, να το πω να μη το πω (×2)

Τις νύχτες να γυρίζω (×2)

Βρε αφούση βρε Αντρά

Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά

Και τις ψηλομελαχρινές, παλλαρέ δυο τρεις φορές (×2)

Να τις καλησπερίζω, βρε να τις καλαφατίζω

Βρε αφούση βρε Αντρά

Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά

'ναψε κυρα το λυχνο σου, να το πω να μην το πω (×2)

βρε και βαλε του και λα'ι (×2)

Βρε αφούση βρε Αντρά 

Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά 

κι ασε την πορτα σου ανοιχτη, να το πω να μην το πω (×2)

βρε κι εγω θα ρθω το βρα'ι (×2)

Βρε αφούση βρε Αντρά 

Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά

Μια μαντινάδα θε να πω, να τη πω να μην τη πω (×2)

και ενα μαντιναδάκι (×2)

βρε και ενα μαντιναδάκι

Βρε αφούση βρε Αντρά 

Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά

Στα σίδερα με βάλανε, να το πω να μην το πω (×2)

βρε για το Κατερινάκι (×2)

Βρε αφούση βρε Αντρά 

Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά

"Το τραγούδι, ως μελωδία, το σκαρώσανε στο νησί από μαντινάδες του ίδιου του Αφούση. Όταν ήμασταν πιτσιρίκια, πηγαίναμε στα γλέντια για να ακούσουμε τον Αφούση και μόλις τελείωνε, αδιαφορούσαμε και φεύγαμε για παιχνίδι". ( Καίσαρας Κίκης )


Πηγή:
https://www.karpathiakanea.gr, www.musicpaper.gr, www.keeplife.gr, afousis.blogspot.com, kasosnews.wordpress.com & youtube.com

1 σχόλιο

Αρχική σελίδα