Ο φούρνος στο σπίτι απέναντι και άλλες ιστορίες

ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ..

Είχε πολλά μπακάλικα το χωριό. Ένα τουλάχιστον σε κάθε γειτονιά. Θα τα αναφέρω με τα προσωνύμια τους, γιατί έτσι έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου και τα γνωρίζουν οι ντόπιοι.

Της Μαριγώς, του «Λινάρδου», του «Μία», του «Τσεπέλη», του «Γιωργαλή», του «Μπολακάκη», του «Παλιατσά», του Κοντακιώτη, του «Μαρκεζίνη».

Μπορεί να ξεχνώ και κάποιο. Πολλά απ αυτά λειτουργούσαν σαν μπακαλοταβέρνες. Όλη μέρα πουλούσαν την πραμάτεια τους και μόλις έπαιρνε να βραδιάζει περίμεναν τους μόνιμους θαμώνες τους, να ξεπουλήσουν ρετσίνα, με μεζέ καμιά «χαμάδα», λίγο κεφαλοτύρι και μερικά φασόλια βραστά.

Μερικοί από τους μπακάληδες, επειδή «ανέβαιναν» στην Αθήνα για να ψωνίσουν, έκαναν και τον παραγγελιοδόχο για τους «μετοίκους».

Της θειας της Μαριγώς ήταν στο τέρμα της μικρής κατηφόρας της γειτονιάς μας, πάνω στη διασταύρωση με τη μεγάλη κατηφόρα που οδηγεί ακόμα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Δεν είχε πολλά εμπορεύματα. Σακιά με όσπρια, ζάχαρη, ρύζια «Καρολίνα» και νυχάκι. Στα ράφια μακαρόνια, κονσέρβες, γάλατα εβαπορέ και μπαχαρικά. Είχε όμως και πολλά βαρέλια με εξαιρετική ρετσίνα στο υπόγειο.

Το πιο σύγχρονο μπακάλικο ήταν του «Γιωργαλή». Είχε και το προνόμιο να στεγάζει και το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού. Στην αρχή μανιβέλα και αργότερα με καντράν και επιλογέα. Το μέσα καμαράκι λειτουργούσε σαν τηλεφωνικός θάλαμος χωρίς να τηρούνται όμως …επακριβώς οι κανόνες προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Περί «απορρήτου» επικοινωνίας ο λόγος.

Το πιο αγαπημένο μπακάλικο όμως ήταν του «Τσεπέλη». Ψηλοτάβανο και γεμάτο εμπόρευμα. Είχαμε μεγαλύτερη ευχέρεια στις αρπαχτές βλέπεις! Μπουκάριζε το τσούρμο μέσα και ζητούσε ότι ήταν πιο ψηλά στα ράφια. Ανέβαινε ο μπακάλης στη σκάλα και μέχρι να κατέβει «οργιάζαμε».

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Αρχική σελίδα