Σαν οπτασία, ήρθε και με βρήκε από βραδύς η μορφή του τελευταίου νεκρού φίλου μου.
“Τον πατέρα σου σαν θέλεις να δεις για μια φορά ακόμα, ανέβα σε κείνο το βουνό στη Δύση και πιάσε την κορφή του. Κάτω από τη Βίγλα ψάξε για τη σήραγγα που στον Άδη βγάζει. Μη φοβηθείς το έρεβος, μόνο αφήσου”.
Έσπρωξα μαλακά με τις φτέρνες την κοιλιά του ζώου και πήρα ξανά τον ανηφορικό τραχύ δρόμο για το μοναστήρι, αχνοφαινόταν σκαρφαλωμένο στην απότομη πλαγιά.
Πέρασα μέσα από τις δασωμένες πλαγιές με το βλέμμα καρφωμένο πότε στο σκιερό μονοπάτι από πάνω μου, πότε στη λαμπερή θάλασσα κάτω και πέρα μέχρι τα Μικρασιατικά παράλια.
Σαν έφτασα κάποια στιγμή έξω από την αυλόπορτα με τον μεγάλο ξύλινο σταυρό, ξεπέζεψα κι έδεσα το λαχανιασμένο ζώο δίπλα στη στέρνα να δροσιστεί και να ξαποστάσει.
Άναψα ένα κερί και δυο καντήλια στο ερημικό εκκλησάκι και συνέχισα το δρόμο μου πεζός για την κορυφή.
Για να μη χαθώ, ακολούθησα τα σημάδια των βοσκών της περιοχής και των κοπαδιών τα βελάσματα.
Κούμπωσα μέχρι πάνω το ρούχο μου και σήκωσα το γιακά μέχρι τα αυτιά.
Πέρασα και την τελευταία στάνη, πότε σκαρφαλώνοντας και πότε βαδίζοντας σκυφτός μέχρι που εντόπισα το άνοιγμα της χαράδρας μέσα σε μια μικρή σπηλιά.
Ένα φως απόκοσμο φώτιζε γύρω τα τοιχώματα και μια βουή σαν αντάρα έσπαγε το μονότονο σφύριγμα του αγέρα.
Γέμισα το παγούρι μου από τη βρύση στο βάθος της σπηλιάς, το στερέωσα στη μέση μου κι έδωσα ένα σάλτο στο άνοιγμα της τρύπας.
Σαν είχα φτάσει στα μισά, ήρθε και με βρήκε η ψυχή του φίλου μου του Κώστα, του γιου του Χρηστάκια. Ταράχτηκα και δάκρυσα μόλις τον αντίκρισα. “Σ’ ευχαριστώ για την ορμήνια” του είπα, κι έκαμα να τον αγγίξω. Κενό ήταν αυτό που έπιασα όμως και συνέχισα να πέφτω.Κι ήρθε και του άλλου ξαδέρφου η ψυχή, του γιου της Πηγής και του Νικόλα και με βρήκε δεύτερη.
Σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του το μουτζουρωμένο του κούτελο και σαν καθάρισαν τα μάτια του από τη μαυρίλα, γύρισε και μου είπε:
“Τον πατέρα σου σαν θέλεις να δεις για μια φορά ακόμα, πρέπει να πέσεις βαθιά στη θάλασσα, να μπεις στον “Ταξιάρχη” και να φτάσεις στης Σαμιοπούλας την ξέρα στ’ ανοιχτά”.
Ασπάστηκα τα λόγια του και συνέχισα την κατάβαση ώσπου μετά από ώρα ένοιωσα να βυθίζομαι σε νερά μαύρα και άπατα.
Ο παππούς μου ο καπταν Γιώργης, κρατώντας το γάντζο που έβγαζε χταπόδια, μ’ έπιασε κι εμένα από τη ζώνη και με ανέβασε στην κουβέρτα του καϊκιού του πολυταξιδεμένου.
Δεν μου μίλησε παρά μου χαμογέλασε μονάχα κι έβαλε μπρος τη μηχανή.
Η γιαγιά μου η Κατερίνα καθισμένη στην κουπαστή καθάριζε τα ψάρια για την κακαβιά.
Ανοιχτήκαμε οι τρεις μας στο πέλαγος και δεν αλλάξαμε μιλιά παρά μονάχα σαν περνάγαμε από τον Μπάλο, ο παππούς μου έβαλε δυο δάχτυλα στο στόμα και σφύριξε δυνατά.
Ένα κοπάδι δελφίνια στην πλώρη μας άνοιγε το δρόμο για το νοτιά.
Ο ήλιος έδυε πίσω από το σύμπλεγμα των Φούρνων και κοκκίνιζε τη θάλασσα σαν αίμα. Κόντευε να βραδιάσει όταν είδαμε την ψυχή του πατέρα μου να βουτάει πλάι στην ξέρα με το ψαροντούφεκο στο χέρι.
Μόλις μας πήρε είδηση άφησε το όπλο του σε μια σαμπρέλα κι ανέβηκε στο καΐκι από το πλωριό ποδόσταμα. Στάθηκε μπροστά μου όρθιος πάνω στην κουβέρτα του πλοίου και με κοίταξε κατάματα :
“Τι ήρθες εδώ γιε μου να κάνεις; Έχεις τόσους ανθρώπους ακόμα στη ζωή σου. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς!!! Δεν πρέπει να χάνεις το χρόνο σου εδώ κάτω...”
“Πατέρα σε πεθύμησα. Σου ΄φερα λίγο νερό να ξεδιψάσεις” είπα και του πρόσφερα το παγούρι μου. “Και να σου πω την αλήθεια δε σε χόρτασα όσο ζούσες. Όταν ήμουνα μικρός, εσύ όλο έλειπες από το σπίτι σε ταξίδια μακρινά. Όταν κάποτε παράτησες τη θάλασσα και γύρισες, εγώ έφτιαξα τη δική μου ζωή κι έφυγα από κοντά σου. Μονάχα το θάνατό σου έζησα, κρατώντας σου το χέρι πάνω στο φορείο στον κρύο θάλαμο του νοσοκομείου, χαϊδεύοντάς σου το μέτωπο κι αυτό δε μου είναι αρκετό. Πες μου, ορμήνεψε με, τι άλλο να κάμω στη ζωή μου; Πώς να τη ζήσω παραπέρα;;”.
Όρμησα να τον αγκαλιάσω αλλά αγκάλιασα πάλι το κενό.
Γύρισε και μ’ αντίκρισε τότε δακρυσμένος και μου είπε με φωνή ξέπνοη και λόγια ήσυχα :
"Βλέπεις εκείνο το σκαρί στην άκρη του ορίζοντα; Έτσι να πλεύσεις στη ζωή, με τη ρότα χαραγμένη απάνω στον καιρό και το νου σου στ' απόνερα της πρύμης!!!
Αυτά είναι που θ' αφήσεις τελικά πίσω σου..."
Γ.Π.ΒΑΡΒΑΚΗΣ
~*~
νέκυια: ἡ (νέκυς), τελετουργία, μαγική τελετή μέσω της οποίας τα πνεύματα των νεκρών καλούνται από τον Κάτω Κόσμο και ερωτώνται για όσα πρόκειται να συμβούν, τους γίνονται ερωτήσεις για το μέλλον· το όνομα της ραψωδίας λʹ της Ομήρ. Οδ.
Τι όμορφο κείμενο! Σίγουρα τον θυμόμαστε όλοι, οι δικοί του, οι συγγενείς του , οι γνωστοί του για την καλοσύνη του και τη. Αγάπη του για όλους!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέχρι κι εγώ τον θυμάμαι που τον είδα μία-δύο φορές. Καταπληκτικό κείμενο Γιωργη, νάσαι καλά να τον θυμάσαι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο μου καταπληκτικό κ πολύ συγκινητικό! Τον θυμόμαστε με πολλή αγάπη. Να στε όλοι καλά.Φιλια πολλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγκινήθηκα....
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο κείμενο, να είσαι γερός και να θυμάσαι τον πατέρα σου!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμορφο!!! Πολύ όμορφο...αγγίζει την ψυχή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑθάνατε Παντέλη!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο και συγκινητικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραία και συγκινητική γραφή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤ 'ν ιφχη τ', να 'χ'ς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈκλαψα με την όμορφη γραφή σου και ξαναείδα τις ψυχές που μου λείπουν
ΑπάντησηΔιαγραφήτη ευχή του ! (ροφάρα βλεπουμε; )
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο μου να ζήσεις πολλά χρόνια να τον μνημονεύεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήNα ειστε υγιεις,να τον θυμαστε! Γνωριζειςεαν το καικι στο βάθος ειναι το Βαγγελιώ των παππουδων μας???Ισως θυμάται η μαμα σου....🙂
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα ζήσετε να τον θυμάστε
ΑπάντησηΔιαγραφήAllah rahmet eylesin mekanı cennet olsun.
ΑπάντησηΔιαγραφή🙏🙏🙏
Ναχεις πάντα την ευχή του!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο Γιώργο. Με συγκίνησες. Διάβαζα κι ήταν λες και το ζούσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο συγκινητική και όμορφη γραφή! Συγχαρητήρια, Γιώργο! Να ζεις χαρούμενος να τον θυμάσαι, αυτόν και τους αγαπημένους σου που έχουν φύγει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ καλύτερος ψαροντουφεκάς που υπήρξε ποτέ !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο ενθύμιο 🌿
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω ότι αναζήτησα τον δικό μου πατέρα που έφυγε πριν εικοσιτέσσερα χρόνια.Νομισα ότι ανεβήκαμε μαζί από την Καστανιά στον Προφήτη Ηλία.Με συγκινησες!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈγραψες ενα κείμενο που αγγίζει λεπτά συναισθήματα!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα ζήσετε να τον θυμάστε
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είστε πάντα καλά και να τον θυμάστε με αγάπη.
ΑπάντησηΔιαγραφήMemory eternal.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντως εγώ την βάρκα την ισμηνη την βλέπω.. Α χρόνια όμορφα πιτσιρικας και όλες τις απορίες για το ψαροντουφεκο μου τις έλεγε ο θείος ο Παντελής πολυ τον αγαπουσα αυτόν τον άνθρωπο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣπουδαίος άνθρωπος Γιώργο. Προσωπικά δεν θα ξεχάσω τη βοήθειά του στα πρώτα μου χρόνια στην Αθήνα σαν φοιτητής. Να είστε όλοι γεροί να τον σκέφτεστε με αγάπη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα ζήσετε να τον θυμαστε Γιώργο μου!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα έχεις την ευχή του Γιώργο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλός άνθρωπος ο Παντελής να είστε καλά. Να τον θυμαστε
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο κείμενο Γιωργάκη,και πόσες μνήμες ο παππούς σας ο Βαρβάκης η γιαγιά σας η Κατερίνα,ο ονειρικό Μπάλος των παιδικών κι εφηβικών μας χρόνων,η απλότητα κι η ομορφιά που συνόδευε τότε κάθε στιγμή μας ,οι δικοί μας αγαπημένοι που έφυγαν,όλα ζωντανεύουν μέσα από τις λέξεις σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΞάδελφε Νάστε καλά να τον θυμόσαστε . Μία φώτο που την θυμάμαι και άλλες τόσες όταν γύρναγε από τις υποβρύχιες εξορμήσεις με τον παππού
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ φώτο με γέμισε με αναμνήσεις και δάκρυα .
Να είστε καλά να τον θυμάστε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είστε καλά να τον θυμάστε!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο καλύτερο μνημόσυνο για αυτούς που "έφυγαν" είναι να τους θυμόμαστε και να τους ονοματίζουμε,λένε. ήταν αξιαγάπητος ο "θείος Παντελής". του αξίζει να τον θυμόμαστε.Το κείμενο σου Γιώργο, μας άγγιξε στην καρδιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά και να τον θυμάστε φιλαράκι μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ θείος ο Παντελής!!! Τον θυμάμαι τότε!! Πήγαινε στο ψάρεμα με τους θειους μου!! Τελευταία φορά τον είδα στο Καρλόβασι και ρωτούσε για την μητέρα μου!! Εξαιρετικος ανθρωπος!! Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια υπέροχο κείμενο !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο και ευαίσθητο κείμενο. Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα ειστε καλα να τον θυμαστε
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο υπέροχο το κείμενο σου με συγκίνησε βαθύτατα και ειλικρινά άγγιξε την ψυχή μου γιατί μόλις έχασα και τον δικό μου πατέρα και συγχωριανό του δικού σου. Σε ευχαριστώ πολύ που ελαφρυνες την ψυχή μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί παράξενο... Κι εγώ ένα "συναπάντημα" με τον πατέρα μου είχα σήμερα... και τώρα που, μετά από μέρες, είπα να ρίξω μια ματιά στη "γειτονιά" βρέθηκα μεμιάς σε τούτη τη Νέκυια... Με συγκινησες.. Αναπαυμενη να είναι η ψυχούλα του!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο καλή ανάπαυση να έχει ο πατέρας σου ο Παντελής το πρώτο ψαροντούφεκο.
ΑπάντησηΔιαγραφή