Άνθρωποι και ζώα σε κοινή θέα


Νέα Υόρκη, Μπρονξ, Σεπτέμβριος 1906. 

Ο Ότα Μπένγκα κάθεται στο υγρό πάτωμα. Νιώθει όλα τα βλέμματα τριγύρω να τον τρυπάνε σαν βέλη. Χαϊδεύει στο κεφάλι τη μαϊμού που ξεψειρίζεται στο πλάι του και μοιράζεται μαζί της μια μισολιωμένη μπανάνα που τους πέταξε κάποιος. Από το πρωί δε μπορεί να βρει ησυχία. Κόσμος, φασαρία, φωνές, τον έχουν κυκλώσει γύρω γύρω. Κάγκελα παντού. Γιατί μαζεύτηκαν όλοι αυτοί εδώ πέρα; Πώς είναι έτσι; Τι περίεργα ρούχα είναι αυτά που φοράνε; Κάνει να τους χαμογελάσει και σαστισμένος τους βλέπει να τραβιούνται πίσω ουρλιάζοντας.

“Μπαμπά, κοίτα τα δόντια του είναι μυτερά σαν της ύαινας . Φοβάμαι πάμε να φύγουμε“

“Δεν έχουμε να πάμε πουθενά, τόσα δολάρια δώσαμε. Δε ντρέπεσαι ολόκληρος άντρας να φοβάσαι;”

“Είναι μαύρος και άγριος, δεν τον βλέπεις;”

“Μη φοβάσαι σου λέω, δεν μπορεί να σου κάνει κακό. Αυτός είναι πιο κοντός από σένα.”

“Και η πινακίδα ψέματα λέει; “ΚΑ-ΝΙ-ΒΑ-ΛΟΣ”! Πάμε σου λέω”.

    Ο Ότα ακούει τις φωνές τους αλλά δεν καταλαβαίνει τι λένε. Μοιάζουν πάντα με τις φωνές των ανθρώπων που τον κύκλωσαν πριν από καιρό, λίγο έξω από το χωριό του. Το μυαλό του ταξιδεύει πίσω. Στα μέρη που μεγάλωσε, με τον ανοιχτό ορίζοντα και τα πορτοκαλί δειλινά. 

    Τι να κάνουν οι φίλοι μου; Άραγε κατάφεραν να κρυφτούν; Πόσο θα ήθελα να είμαι κοντά τους. Αν δε γλιστρούσα δε θα με έπιαναν ποτέ. Μα πού θα πάει, θα βρω την ευκαιρία να το σκάσω. Λίγο έλειψε να τους ξεφύγω στο καράβι, αλλά την τελευταία στιγμή με πήραν είδηση.

    Βγάζει το μικρό καλάμι που κουβαλάει πάντα μαζί του και σφυρίζει το σκοπό που έμαθε από τον παππού του. Σταματούν για λίγο οι κραυγές. Το πλήθος σαλεύει. Παλεύουν να πάρουν καλύτερη θέση για να βλέπουν. Μόλις τελειώνει, ξεσπούν σε χειροκροτήματα , ζητωκραυγές και γέλια. 

    Θέλει να πάει κοντά τους αλλά μόλις κάνει ένα βήμα αυτοί οπισθοχωρούν τρομαγμένοι. Ένας φύλακας προσπαθεί να τον απωθήσει με ένα κοντάρι. Το αρπάζει αυτός και το σπάζει στα δύο. Τρέχει και κρύβεται στην πρόχειρη καλύβα που είναι στημένη πίσω του. 

    Όχι, δε θα τους κάνω το χατίρι. Δεν πρόκειται να βγω άλλη φορά έξω, παρά μόνο για να περάσω τη σιδερένια πόρτα και να φύγω. 

Γ Π Βαρβάκης


Ο νεαρός, έμεινε παγιδευμένος σε ένα σιδερένιο κλουβί με έναν ουρακοτάγκο, ενώ εκατοντάδες άνθρωποι που επισκέπτονταν τον ζωολογικό κήπο τους παρακολούθησαν. Σήμερα, 114 χρόνια αργότερα, ο οργανισμός που διευθύνει τον ζωολογικό κήπο ζητά συγνώμη.

Ο άνδρας, που καταγόταν από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, έμεινε στον ζωολογικό κήπο αρκετές ημέρες του Σεπτεμβρίου του 1906, σύμφωνα με τη δήλωση. Απελευθερώθηκε αφότου υπήρξαν αντιδράσεις από υπουργούς που υπερασπίζονταν τα δικαιώματα των μαύρων. Μάλιστα ο Ota Benga ήταν κλεισμένος εκεί υπό απάνθρωπες συνθήκες, σύμφωνα με την Pamela Newkirk, συγγραφέα του Spectacle: The Astonishing Life of Ota Benga.

Μετά από μια εβδομάδα, ο Benga άρχισε να αντιστέκεται και να απειλεί τους φύλακες, γεγονός που συνέβαλε στην απελευθέρωσή του, έγραψε η Newkirk. Όταν τελικά απελευθερώθηκε, ο αιδεσιμότατος Τζέιμς Γκόρντον τον πήρε σε ένα ορφανοτροφείο του Μπρούκλιν, σύμφωνα με το WCS. Ο Benga που «δεν μπόρεσε να επιστρέψει σπίτι», αυτοκτόνησε τελικά δέκα χρόνια αργότερα. (από τη LIFO)

Δείτε ακόμα :  Ανθρώπινοι ζωολογικοί κήποι

1 σχόλιο

  1. Πολύ όμορφο το γραπτό σου. Λυπηρά πράγματα αυτά... Και σαν να μου φαίνεται πως συνεχίζουμε ακάθεκτοι... όχι υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αρχική σελίδα