Πάντα θεωρούσε δεδομένο ότι η μουσική «γεννήθηκε» στο χωριό του –Κουμέικα Σάμου- σαν βγήκε και τον αντάμωσε μια μέρα, μεσ’ από κείνο το ραδιόφωνο στο τραπέζι της κουζίνας.
Δεν πρόλαβε ν ακούσει τους ντόπιους οργανοπαίχτες, τους παππούδες του τους «Τσεπέληδες».
Μια παρακμιακή κομπανία ήταν η πρώτη που άκουσε ένα Χειμώνα στο διπλανό χωριό, να παίζει σχεδόν όλο το βράδυ «Μαρία μι τα κίτρινα..» σε συρτό!
Μια παρακμιακή κομπανία ήταν η πρώτη που άκουσε ένα Χειμώνα στο διπλανό χωριό, να παίζει σχεδόν όλο το βράδυ «Μαρία μι τα κίτρινα..» σε συρτό!
NATIONAL PANASONIC T100D, με ήχο κρύσταλλο και ενσωματωμένο ενισχυτή!! Μπροστά, φάτσα κάρτα, είχε 3 κουμπιά:
Ένα για τη λειτουργία και την ένταση, ένα για τα μπάσα και ένα για τα πρίμα.
Στο δεξί μέρος, ένας μεγάλος επιλογέας έψαχνε για τις συχνότητες, κι ένας μικρότερος στο εσωτερικό του μεγάλου, τις καθάριζε από τα «παράσιτα» .
Μεσαία και 3 μπάντες βραχέων. Τα μεσαία προτιμούσε εκείνος.
Λειτουργούσε με 6 μεγάλες μπαταρίες. Μοντέλο του 1966!
Λειτουργούσε με 6 μεγάλες μπαταρίες. Μοντέλο του 1966!
Τις Κυριακές μετά τον εκκλησιασμό, έτρεχε πάνω στην ανηφόρα της θείας της Μαριγώς, να προλάβει τις διαφημιστικές εκπομπές των εταιριών δίσκων. Από τη «Lyra» που ξεκινούσε το πρωί με σήμα της την εισαγωγή από το «Ρολόι» του Ρωμανού, μέχρι τα «βαριά λαϊκά» της PANIVAR, λίγο πριν την έναρξη των μεταδόσεων των ποδοσφαιρικών αγώνων.
Με το που ξεκινούσε το ποδόσφαιρο, έπαιρνε το ράδιο, ανέβαινε στην πάνω αυλή και καθόταν στα σκαλοπάτια της εξώπορτας. Του άρεσε να κάθεται εκεί!! Γλύτωνε κι από τη γκρίνια της μάνας του που όλο του έλεγε να το χαμηλώσει. Όταν η μέρα είχε ήλιο, μετά το μεσημέρι πύρωνε η πόρτα κι έβγαζε δάκρυα κεριού, ρητίνες που το ξύλο φύλαγε μέσα του χρόνια. Πύρωναν και τα σκαλοπάτια και χαλάρωναν τα δάχτυλα από το κρύο.
Έπαιρνε τότε είδηση κι ο Μάκης, από το σπίτι απέναντι με τη μάντρα, σκαρφάλωνε τα κάγκελα και καθόταν δίπλα του. Όποιος περνούσε από το δρόμο, στεκόταν λίγο να αφουγκραστεί ρωτούσε για τον αγώνα:
Ποιος κιρδίζ; Ου Ουλυμπιακός; Ποιος έβαλι του γκολ;
Έπαιρνε τις απαντήσεις του και συνέχιζε το δρόμο του.
Ποιος κιρδίζ; Ου Ουλυμπιακός; Ποιος έβαλι του γκολ;
Έπαιρνε τις απαντήσεις του και συνέχιζε το δρόμο του.
Τις ανήλιες και βροχερές μέρες έμπαινε μέσα. Καθόταν δίπλα στο παράθυρο κι απ το τζάμι αγνάντευε τα σύννεφα στους Σπαθαραίους και στο Νιχώρι. Χάζευε τα κύματα που έσκαγαν με δύναμη στα Δριτσαρέικα και τη Σαμιοπούλα, με το ραδιόφωνο πάντα σε λειτουργία. Έπεφτε η βροχή στον τσίγκο κι όλοι οι ήχοι συντονίζονταν στο μοτίβο και το υγρό της χρώμα.
Ο πιο δυνατός σταθμός ήταν του Ηρακλείου. Όταν δεν αναμετέδιδε το πρόγραμμα της ΕΙΡ έβαζε διαφημίσεις και κρητικά τραγούδια.
Τις ξένες μουσικές τις μάθαινε από τον Γιάννη Πετρίδη. "Pop Club'" και "Rock Club" τις Παρασκευές, ενώ αργότερα κάθε μέρα "από τις 4 στις 5". Τότε άλλαζε «στέκι». Έβγαινε στο στενό δρομάκι απέναντι και καθότανε στο χαμηλό πεζούλι κάτω απ τα παράθυρα της θείας Ροδόπης ή λίγο παραπάνω, έξω απ το φούρνο της Καλμούκαινας.
Μαζεύονταν τα παιδιά της γειτονιάς,ο Μανώλης του παπά, ο Γιάννης του Αλέκου σαν ερχόταν από τη Χίο, ο Μάκης ο Σάρακας πάντα, ο Σταύρος, ο Κώστας κι από τις πέρα γειτονιές, τα άλλα 2 Σαρακόπουλα, ο "ξάδερφος", οι Γιουρέληδες, ο Μιχάλης, ο Μανώλης ο Τρ...
Μαζεύονταν τα παιδιά της γειτονιάς,ο Μανώλης του παπά, ο Γιάννης του Αλέκου σαν ερχόταν από τη Χίο, ο Μάκης ο Σάρακας πάντα, ο Σταύρος, ο Κώστας κι από τις πέρα γειτονιές, τα άλλα 2 Σαρακόπουλα, ο "ξάδερφος", οι Γιουρέληδες, ο Μιχάλης, ο Μανώλης ο Τρ...
Όταν δεν έκλειναν το δρόμο για να παίξουν μπάλα, σκάλιζαν τις πλάκες του δρόμου με κάτι πρόκες ή έσκαβαν τις πιο μαλακές φτινάδες , για να φτιάξουν «στέρνες» στο πουρί. Ακόμα είναι γραμμένα εκεί τα ονόματα τους . Το ράδιο αφημένο στην άκρη έπαιζε τους καινούριους ρυθμούς.
Το αγαπούσε στ’ αλήθεια. Ο μεγάλος του έρωτάς όμως, ήταν άλλος. Το ξύλινο ραδιόφωνο της θείας του της Μαρίας, με την τεράστια πράσινη λυχνία στην άκρη. Του προκαλούσε δέος και ξεχωριστή μαγεία. !! Εκεί είχε ακούσει την αλλαγή του χρόνου περιμένοντας με λαχτάρα τη «bουλ’στρίνα», τα μεράκια του Τσιτσάνη, τα «αποφασίζομεν και διατάζομεν» της 7ετίας, τη Deutsche Welle με αγωνία και το φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης με απογοήτευση μερικές φορές. Εκεί φούντωσε κάποια στιγμή κι η κόντρα με τον ξάδερφό του: «Πουλόπουλος - Βοσκόπουλος»!! Μεγάλες μάχες! Άσε δε, που άνοιγε το καπάκι από πάνω κι έπαιζε δίσκους!!!! Φοβερό σύστημα…
Δίσκους έπαιζαν και τα τζουκ μποξ στο καφενείο τ’ «Σταμλιότ» και στην ταβέρνα τ’ «Σταμάτ τ’ Dραdaφλή».
Η μουσική μεγάλωνε μέσα του. Εκεί πλάτυνε το εύρος των ακουσμάτων του. Έπιασε καλή μαγιά. Νόμιζε κάποτε πως τα είχε ακούσει όλα..
Μέχρι που ο Αλέκος, σε κάποιο ταξίδι του απ την Αθήνα, ξέχασε στο χωριό, την κασέτα του Σαββόπουλου,αυτή που κουβαλούσε πάντα μαζί του.
«Βρώμικο ψωμί»… Τι παράξενος ήχος! Τι παράξενες μουσικές!! Τι παράξενα λόγια!!! Δεν έμοιαζε με τίποτα απ όσα είχε ακούσει μέχρι τότε. Την κράτησε μέχρι το επόμενο Πάσχα που ξαναγύρισε ο Καλμούκος, που του τη χάρισε τελικά. Την άκουσε αμέτρητες φορές. Έμαθε κάθε τραγούδι νότα – νότα, στίχο – στίχο. Χρωμάτιζε τη φωνή του όσο μπορούσε στα ηχοχρώματα του Νιόνιου.
Την έπαιρνε στο καμαράκι του φίλου του του Κώστα του Τηγανίτη και την άφηναν να παίζει με τις ώρες, ενώ αυτοί έπιναν ρετσίνα της ΕΟΣΣ, με κονσέρβα Tay-Yo, απ το μπακάλικο του «ξάδερφου». Η Φωφώ, τους φώναζε να «κλείσουν αυτόν τον αναρχικό» αλλά εκείνοι έκαναν …. αντίσταση και πούλαγαν μούρη.
Την έπαιρνε στο καμαράκι του φίλου του του Κώστα του Τηγανίτη και την άφηναν να παίζει με τις ώρες, ενώ αυτοί έπιναν ρετσίνα της ΕΟΣΣ, με κονσέρβα Tay-Yo, απ το μπακάλικο του «ξάδερφου». Η Φωφώ, τους φώναζε να «κλείσουν αυτόν τον αναρχικό» αλλά εκείνοι έκαναν …. αντίσταση και πούλαγαν μούρη.
Η μετακόμιση στην Αθήνα τον έφερε μπροστά σε νέα δεδομένα. Υπήρχαν μουσικές που δεν τις είχε ακούσει ποτέ, μέχρι τότε. Άσε που είχε τώρα τη δυνατότητα να δει από κοντά, όλους αυτούς που για χρόνια άκουγε στο NationalPanasonic στα σκαλοπάτια της πάνω αυλής και στο στενό κάτω από τα ξύλινα παράθυρα της θείας Ροδόπης.
Οι μπουάτ στην Πλάκα, το φεστιβάλ του Ρήγα στο άλσος της Νέας Σμύρνης, οι μεταπολιτευτικές συναυλίες στον Πανιώνιο και στο Καραϊσκάκη, το ροκ της πλατείας, οι κασέτες με τα νέα ακούσματα. Σαν γύριζε τα καλοκαίρια στη Σάμο, πολλές φορές χρησιμοποιούσε το ράδιο σαν ενισχυτή, προκειμένου να ακούσει σε μεγαλύτερη ένταση τις κασέτες των Pink Floyd και των Deep Purple. Το μικρό κασετοφωνάκι που του είχε φέρει ο πατέρας του, δεν είχε την απαιτούμενη ένταση για το «wish you were here», το «shine on your crazy diamond» και το «Smoke on the water». Συνέδεε τότε την έξοδο των ακουστικών στην είσοδο του National, άνοιγε την ένταση στο τέρμα και η Έφη λοξά απέναντι, στον κατηφορικό δρόμο του σχολείου, έβγαινε στο μπαλκόνι άναβε τσιγάρο στα κρυφά και χαμογελούσε.
Σχέση με δίσκους μέχρι τότε καμιά. Δεν είχε τη δυνατότητα να αγοράσει στερεοφωνικό ενισχυτή με πικάπ και ηχεία κι αυτό το έφερνε βαρέως. Βολεύονταν κάπως στα σπίτια των φίλων του, χαζεύοντας τα εξώφυλλα κι ακολουθώντας με το βλέμμα τη βελόνα να πορεύεται στ’ αυλάκια,πάνω στο χάραγμα των στροφών, διαγράφοντας συνεχώς φθίνουσα κυκλική τροχιά. Στα πάρτι του Φερμανή, έμαθε να επιλέγει μουσική και να βάζει την κεφαλή του βραχίονα στο κατάλληλο σημείο. “I put a spell on you”!!
Η κιθάρα μπήκε στη ζωή του στην τελευταία τάξη του λυκείου. Είχε πάντα στο σπίτι μια ξεχαρβαλωμένη με μισοσπασμένο σώμα, λάφυρο κι αυτή από κάποιο μπάρκο του πατέρα του, αλλά το μόνο που έπαιζε ήταν κάποιες λιγοστές μελωδίες στη μι καντίνι. Όταν η παρέα στα σκαλάκια της πλατείας …αποφάσισε να μάθει να παίζει, το πρώτο πράγμα που αγόρασε ήταν μια μέθοδος του Γαϊτάνου, για «κιθάρα άνευ διδασκάλου». Η κιθάρα που είχε όμως δεν κούρδιζε. Την κατάσταση έσωσε τότε ο ξάδερφός του ο Κυριάκος, όταν του έδωσε μια δική του για αρχή κι αργότερα όταν του έφερε από τη Ρουμανία τη 12χορδη.
Άρχισε από τα …εύκολα. Ο Μάνος πήρε πρώτος τη θέση του στα τάστα. «Μη με ρωτάς δε θυμάμαι». Τρία ακόρντα στη σειρά υπό μορφή άσκησης των δαχτύλων. Έμαθε να αλλάζει τα πιασίματα από Λα μινόρε σε Μι ματζόρε κι από κει σε Ρε μινόρε και πάλι πίσω. Το Φα τον δυσκόλευε και γι αυτό στην αρχή το ..περιφρονούσε. Κάποια στιγμή το …καταδέχτηκε κι αυτό και το παιξε παρέα με το Σι ΜπεΜολ!
Ακολούθησε ο Νιόνιος , ο Χατζής, τα σουξέ της 10ετίας του ’60, ο Γερμανός στα μπαράκια, ο Νταλάρας στα τραγούδια του Κουγιουμτζή, η Χαρούλα, η Δήμητρα… οι κλίμακες του μπλουζ. Ότι μάθαινε, το έδειχνε στους άλλους κι εκείνοι του μάθαιναν τα δικά τους. Ο Γιάννης, ο Δημήτρης, ο Θάνος!
Μεγάλωσε σιγά σιγά το ρεπερτόριο.
Μεγάλωσε και το «κοινό» του.
Η κιθάρα έγινε πλέον απαραίτητη σε κάθε μάζωξη. Ξεθάρρεψε κι άρχισε σιγά σιγά να γράφει στιχάκια και να τα βάζει πάνω στα ακόρντα προσπαθώντας να τα ταιριάξει. Τα δούλεψε λίγο παραπάνω και τα έκανε ηλεκτρικά, με τη βοήθεια των φίλων του. Οι “Vips”, ο Σπήλιος, ο Γιάννης κι ο Νικολάκης, τα έπαιξαν στο υπόγειο στούντιο με τις αυγοθήκες για μόνωση.
Οι αγαπημένες του φίλες, η Όλγα και η Ειρήνη τα υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό και τα τραγούδησαν υπέροχα με πρώτη δεύτερη φωνή.
Στο χωριό, οι «συναυλίες» δίνονταν στο μάρμαρο. Αργότερα άλλαξε στέκι. Μετακόμισε στο Μπάλο και στην Αγία Πελαγία.
Εκεί τον συνάντησε κι Δημήτρης, ένας τύπος νεόφερτος στο χωριό για διακοπές, μ’ ένα άσπρο οτομπιάνκι. Είχε κι αυτός ψώνιο με την κιθάρα και τη μουσική. Ταίριαξαν τα γούστα τους κι έγιναν φίλοι. Στο σπίτι του Δημήτρη στην Αθήνα, μυήθηκε σε ένα άλλο μεγάλο κι ανεξερεύνητο για κείνον ακόμα πλανήτη της μουσικής.
Jazz: Το σαξόφωνο του Ben Webster, η τρομπέτα του Miles, η σπαρακτική φωνή της Ella Fitzgerald, το πιάνο του Oscar Peterson τον έβαλαν σε άλλα μονοπάτια. Του έγραφε κασέτες ο Δημήτρης, αλλά τι να το κάνεις. Το μικρό Sony δε μπορούσε να αποδώσει τα ιδρωμένα σόλο και το National All Transistors, είχε μείνει στη Σάμο…
Ύστερα ήρθαν ξαφνικά τα ρεμπέτικα. Άλλος κόσμος μαγικός κι ανεξερεύνητος. Έμαθε τους ρυθμούς, τους δρόμους, τις συγχορδίες.
Είχε δασκάλους καλούς. Το Βουλαρίνο απ τους Μανωλάτες, το «Μαυράντωνα» και τον Τάκη απ το Μαραθόκαμπο. Έδεσαν πολύ γρήγορα μεταξύ τους. Εκδηλώσεις, συναυλίες, φεστιβάλ.
Στο χρόνο επάνω, προέκυψε η «Απόλαυσις». Ρεμπέτικα – Λαϊκά με ορχήστρα. Κομπανία «Προύσα».
Άλλοι δάσκαλοι εκεί. Ο Φραντζής, ο Τάσος..
Η νύχτα γρήγορα τον κούρασε. 1 ρεπό τη βδομάδα. Τα παράτησε. Ήταν όμως ευτυχισμένος.
Άλλοι δάσκαλοι εκεί. Ο Φραντζής, ο Τάσος..
Η νύχτα γρήγορα τον κούρασε. 1 ρεπό τη βδομάδα. Τα παράτησε. Ήταν όμως ευτυχισμένος.
Η μουσική είχε θεριέψει πια στην ψυχή του και στη ζωή του είχε μπει η Μαρία.
Άρχισε να αγοράζει περιοδικά, να διαβάζει κριτικές, να κρατάει σημειώσεις για τους δίσκους που θα αγόραζε μελλοντικά. Το δρομολόγιο για τη σχολή του, τον έφερνε να περνάει συχνά από τα προπύλαια. Όταν δε σταματούσε εκεί για ν’ ακούσει το Νικόλα, συνέχιζε κάτω την Πανεπιστημίου προς την Ομόνοια κι έστριβε δεξιά στη Μπενάκη. Κάπου εκεί είχε εντοπίσει ένα δισκάδικο, δίπλα στα μαγαζιά με τα μουσικά όργανα. Ανέβαινε ένα δυο σκαλοπάτια, έμπαινε κι έμενε «με τις ώρες».
Οι μουσικές που έπαιζαν τα ηχεία, το φως, οι πολυχρωμία τω εξώφυλλων, τον καθήλωναν. Του άρεσε να τα επεξεργάζεται, να διαβάζει τα περιεχόμενα και τις σημειώσεις στο πίσω μέρος, να μαντεύει τα τραγούδια. Πολλούς τους ξεχώριζε για «καλούς», από τη φωτογραφία ή το σχέδιο στο μπροστινό μέρος χωρίς να γνωρίζει άλλες λεπτομέρειες για το περιεχόμενο.
Κάποια φορά, κάτω στο πάτωμα μπροστά στους πάγκους πρόσεξε μια χαρτόκουτα γεμάτη δίσκους. Στην αρχή τον τράβηξε κοντά το καρτελάκι με την τιμή. Ήταν τόσο φθηνοί, που θα μπορούσε αν όχι «εδώ και τώρα», σε μερικές εβδομάδες ίσως, να τους αγοράσει όλους. Πλησίασε κοντά κι άρχισε να τους προσέχει καλύτερα.Τα μάτια του γούρλωσαν από την τεράστια έκπληξη που ένιωσε. Αυθόρμητα έριξε συνωμοτικές ματιές γύρω του.
Ω, ρε πούστη μου!!!
Τι είχε συμβεί; Μερικά από τα απίστευτα ονόματα της Τζαζ, μουσικές μουσικοί κι ερμηνευτές που του είχε συστήσει ο φίλος του ο Δημήτρης, ήταν στριμωγμένα σ’ εκείνη την κούτα για ξεπούλημα.
Αγόρασε όσους μπορούσε εκείνη τη στιγμή και τους υπόλοιπους τους πήρε μέσα σε 1 μήνα. Επιτέλους, είχε δικούς του δίσκους και μάλιστα πολύ ιδιαίτερους και ξεχωριστούς. Πολλές από τις εκδόσεις ήταν μάστερ εντίσιον κι αυτό τον έκανε να ονειρεύεται ακόμα περισσότερο τη μέρα που θα τους άκουγε όσες φορές ήθελε στο πικαπ του.
Άρχισε τότε να τους μεταφέρει προσεκτικά σε σπίτια φίλων του, για να πάρει μια μικρή γεύση. Πόση ηδονή έκρυβαν αυτές οι μικρές ακροάσεις!!
Όταν επιτέλους απέκτησε δικό του στερεοφωνικό(!!!!), η χαρά του ήταν απερίγραπτη.
Του άρεσε να κάθεται τα βράδια στον καναπέ, να φοράει τα ακουστικά, να βάζει στο πλατό τους δίσκους με τις θεϊκές μουσικές και να χάνεται. Υπήρχε ένα τεράστιο δέσιμο με το βινύλιο κι αυτά που έκρυβε μέσα του. Για να μη φθείρονται τους αντέγραφε σε κασέτες και τους τύλιγε πάλι με προσοχή στις χάρτινες θήκες και στις ζελατίνες.
Του άρεσε να κάθεται τα βράδια στον καναπέ, να φοράει τα ακουστικά, να βάζει στο πλατό τους δίσκους με τις θεϊκές μουσικές και να χάνεται. Υπήρχε ένα τεράστιο δέσιμο με το βινύλιο κι αυτά που έκρυβε μέσα του. Για να μη φθείρονται τους αντέγραφε σε κασέτες και τους τύλιγε πάλι με προσοχή στις χάρτινες θήκες και στις ζελατίνες.
Σε μια του επίσκεψη στην έκθεση HighEnd στο Χίλτον, άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του ήχο CD μέσα από τα ακουστικά της νέας συσκευής. Εντυπωσιακό και πρωτόγνωρο μέσο. Δεν είχε ιδέα για το τι θα ακολουθούσε… ιντερνετ, mp3, Download, Napster, p2p, rapidshare, flac!!
Το CDplayer πήρε τον επόμενο χρόνο τη θέση του στο ηχοσύστημα και μαζί μ’ αυτό, μερικές εκατοντάδες γυαλιστερά ασημένια δισκάκια. Κάποια αγορασμένα, μερικά χαρισμένα, άλλα αντεγραμμένα και πολλά πάρα πολλά χειροποίητα. Ήχος ξερός και άχρωμος. Σταμάτησαν οι εταιρίες να κόβουν βινύλια τότε. Τα επόμενα χρόνια ο κυβερνοχώρος γέμισε μουσικές απ όλο τον πλανήτη. Λίγο να άπλωνε το χέρι του, γέμιζε εμ-πι-θρι ο υπολογιστής του.
Πρόσφατα του χάρισαν ένα εξωτερικό σκληρό δίσκο χωρητικότητας 1 Terra, γεμάτο μουσική!!! Hi-End Brands, Ethnic, jazz, blues, Alternative, Rock, classic … Χιλιάδες κομμάτια και όλα σε FLAC κωδικοποίηση - Free Lossless Audio Codec. Για να τα ακούσει χρειάζονται χρόνια!
Ενθουσιασμός ήταν το πρώτο συναίσθημα που τον κυρίευσε.
Μετά, αμηχανία και κενό….
Από όλο αυτό τον απίστευτο μουσικό πλούτο έλειπε η ψυχή, η ζωή!
Η αίσθηση που ένοιωσε κάποτε στο δισκάδικο της Μπενάκη κι αργότερα μπροστά στο στερεοφωνικό του, καθώς κρατούσε το σκληρό εξώφυλλο του δίσκου και προσπαθούσε στην αρχή να μαντέψει κι ύστερα να ταξιδέψει στις κρυμμένες μουσικές.
Ξαφνιάστηκε μερικές μέρες αργότερα, όταν εντελώς τυχαία, σε κάποιο άρθρο ενός περιοδικού πληροφορικής, τα μάτια του σταμάτησαν στα έντονα κόκκινα γράμματα του τίτλου.
Bon Jovi: Ο Steve Jobs «σκότωσε» τη μουσική!
Προχώρησε παρακάτω να διαβάσει για τα αίτια του «φόνου».
«Ο ιδρυτής της Apple, Steve Jobs, ήταν το θέμα του εκνευρισμού του ροκά Bon Jovi, που ισχυρίζεται πως ο Jobs είναι «προσωπικά υπεύθυνος για το θάνατο της μουσικής βιομηχανίας» με το μουσικό κατάστημα iTunes.
«Ο ιδρυτής της Apple, Steve Jobs, ήταν το θέμα του εκνευρισμού του ροκά Bon Jovi, που ισχυρίζεται πως ο Jobs είναι «προσωπικά υπεύθυνος για το θάνατο της μουσικής βιομηχανίας» με το μουσικό κατάστημα iTunes.
Σε συνέντευξη του στο Sunday Times Magazine, ο Bon Jovi είπε πως οι νέοι ακροατές χάνουν τις χαρές των φυσικών media όπως είναι τα LPs, κάτι για το οποίο φαίνεται πως νοιάζονται ελάχιστοι άνθρωποι αυτές τις μέρες που τα ψηφιακά downloads είναι το σύνηθες.
Ίσως ο Bon Jovi να ανησυχεί για το ότι θα λάβει λιγότερα χρήματα από τα πνευματικά δικαιώματα; Σίγουρα όχι...
«Τα παιδιά σήμερα έχουν χάσει όλη την εμπειρία του να βάζουν τα ακουστικά τους, να ανεβάζουν τη στάθμη στο μέγιστο, να κρατούν το κάλυμμα του δίσκου, να κλείνουν τα μάτια τους και να χάνονται σε ένα άλμπουμ. Χάνουν επίσης την ομορφιά του να παίρνουν το χαρτζιλίκι τους και να λαμβάνουν μια απόφαση βασιζόμενη στο εξώφυλλο, χωρίς να γνωρίζουν το πώς ακούγεται ο δίσκος, και να κοιτούν μερικές φωτογραφίες και να το φαντάζονται. Θεέ μου, ήταν μια μαγική, μαγική εποχή. Μισώ το να ακούγομαι σαν γέρος τώρα, αλλά το κάνω και σημείωσε τα λόγια μου, σε μια γενιά από τώρα οι άνθρωποι θα λένε: «Τι συνέβη;». Ο Steve Jobs είναι προσωπικά υπεύθυνος για το θάνατο της μουσικής βιομηχανίας.»
Σταμάτησε αποσβολωμένος να διαβάζει και κοίταξε αμήχανα γύρω του. Η τρίχα του είχε σηκωθεί κάγκελο!!!
Έτσι ακριβώς τα διηγήθηκε και στους φίλους του, Σάββατο μεσημέρι στου Λελούδα!
«Βρε, μπας κι ου Bon Jovi, ίνει απ τα Γκμέικα;;» αναρωτήθηκε ο Μαρίνος…
"It's My Life"....
Εξαιρετικό Γιώργο!
ΑπάντησηΔιαγραφήOχι,αρέ πιδί μ΄,δεν ηταν απ'τα Γκμέικα,συγχουριανός μι τουν ΑΠΟΥΡΩ ήταν:)))
ΑπάντησηΔιαγραφή"Η ζωή μου όλη" ,βάλε τίτλο...
ΑπάντησηΔιαγραφήσε παιδεύει γλυκά...το διαβάζεις και στο τέλος χαμογελάς,φίλε Γιώργη:))))
Αυτό το ραδιόφωνο υπάρχει ακόμη?
ΑπάντησηΔιαγραφήα ρε Σαμούλα..
ΑπάντησηΔιαγραφή"Αφεντικό βρήκα το βύσμα, να παίξω κι εγώ τώρα;" !!!! (Από τα καλά του Χαρυ Κλυν) Γεια σου Γιώργο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ Νικ τόσο για την ανάγνωση όσο και για την έμμεση συμμετοχή στο πόνημα!!! Χαίρομαι που σου άρεσε :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΈλα τώρα VAD, "κλέβεις"!!! Θκος μας ίνι :)))
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο είχα "διακρίνει" αυτό το παίδεμα, αλλά ...στηριζόμουν στο χαμόγελο του τέλους :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ Ντίνα μου!!
Φιλιά
Καλή σου μέρα
Αν υπάρχει λέει;;; Απ αυτό ξεκίνησαν όλα, είναι δυνατόν να το αφήσω να χαθεί;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ το χάρηκα το σχόλιο, ξέροντας πως λείπεις :)
Φιλιά
Καλημέρα
Καλή είναι!!! Δεν είναι;;;
ΑπάντησηΔιαγραφή"Παίξε Χρήστο επειγόντως κείνο το ρυθμό..."
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου και σένα φίλε μου!!!
Ειδες που σου λέω κατά καιρούς οτι δεν ειναι ολες οι αλλαγές για το καλό μας....
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνεση,ευκολία,ταχύτητα...σα φουρνος μικροκυμάτων η ζωή μας ωρες-ωρες,απ' την κατάψυξη στο
πιάτο σας...
Καλά ρε παιδιά κι η διαδρομή,το ταξίδι,το στραβοπάτημα,το παραστράτημα,το λάθος,η προσπάθεια,
κι αυτά δικά μας δεν ητανε και ειναι ακόμα για μερικούς..
Ευχαριστώ εκ νέου αγαπητέ Βαρβάκη!!!
Καλησπέρα φίλε μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔίκιο είχες από την αρχή. Έχει ενδιαφέρον να μπορείς με το πάτημα ενός κουμπιού να έχεις ολοκληρωμένη άποψη για κάτι που είδες ή άκουσες. Μέχρι εκεί όμως!
Η ικανοποίηση που γεύεσαι έχει την αίσθηση που σου αφήνει το φαστ φουντ στο λαιμό...
Συμφωνώ, δεν έχει σημασία κι αν έπαιξες ένα "ακόρντο" λάθος στη διαδρομή, ο ρυθμός να είναι στη θέση του!!!!!!!!
Να είσαι καλά :)
Ετσι ειναι Γιωργάκι μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΑποστειρωμένες μουσικές,αποστειρωμένες ομαδικές" in groups" διακοπές,φαστ φουντ τροφές ,
φαστ φακ διαδικασίες και fast cement κατεστραμένες παραλίες ...τζίρος να γίνεται καλέ μου φίλε!!!!
Λυπάμαι αλλά δεν θα μπορέσω.
Ρε Γιώργη, τι ιστορία ειν΄ αυτή, τη ρούφηξα ως την τελευταία λέξη, γιατί δεν γράφεις κανένα βιβλίο ρε συ, κι ας είσαι ηλεκτρονικάκιας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπειδή στο είπα απ' την πρώτη στιγμή πόσο μου άρεσε, το δανείζομαι γιατί αξίζει να διαβαστεί κι από άλλους. Καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ πολύ Κατερινιώ :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά
καλό βράδυ