Όπως και με άλλες ευκαιρίες έχουμε υποστηρίξει, οι ναοί ενός χωριού και μιας ενορίας αποτελούν κομβικά σημεία της λαϊκής θρησκευτικότητας και της λαϊκής θρησκευτικής παράδοσης των κατοίκων του. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και στα Κουμέικα, το όμορφο και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον αυτό χωριό της νοτιοδυτικής Σάμου, του οποίου η ενορία, πέραν του ναού του αγίου Νικολάου, περιλαμβάνει ακόμη είκοσι παρεκκλήσια και ξωκλήσια, μερικά από τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Σύμφωνα με τον ιστορικό της
Σάμου Επαμεινώνδα Σταματιάδη, την αρχή και το θεμέλιο των σαμιακών σπουδών, το
χωριό ιδρύθηκε από εποίκους οι οποίοι ήρθαν από την Κύμη της Εύβοιας. Το 1886
τα Κουμέικα είχαν 276 σπίτια με 999 κατοίκους, που ασχολούνταν με τη γεωργία
και τη ναυτιλία. Παρήγε λάδι, εξαιρετικά κρεμμύδια, χαρούπια και γλυκάνισο, ενώ
από το επίνειό του, την παραλία του Μπάλου, πραγματοποιούνταν εξαγωγές και
εισαγωγές προϊόντων. Στο χωριό μάλιστα υπαγόταν και ο μικρός οικισμός των
Σταμουλέικων, που κατά τον Σταματιάδη, είχε πάρει το όνομά του από τον πρώτο
οικιστή του, που λεγόταν Σταμούλος.
Κέντρο της ενορίας αλλά και της λατρευτικής ζωής του χωριού αποτελεί
και σήμερα ο ναός του αγίου Νικολάου, μια τρίκλιτη βασιλική με τρούλο, η
θεμελίωση της οποίας έγινε το 1841 και η αποπεράτωση το 1844, σε αντικατάσταση
παλαιότερου ναού του αγίου. Ωστόσο η ολοκλήρωση και ο εξωραϊσμός του απαιτούσε
μεγάλα έξοδα, για χάρη των οποίων στα τέλη του 1874 επιβλήθηκε ειδικός φόρος 2
οκάδων λαδιού σε κάθε κάτοικο του χωριού.
Τα αρχεία του Ηγεμονικού Διοικητικού Γραφείου και ιδίως στο φάκελο 5/5
ο οποίος αναφέρεται στα σχετικά με τα εκκλησιαστικά πράγματα της Σάμου, είναι
ιδιαιτέρως αποκαλυπτική για την ιστορία του περικαλλούς αυτού ναού: Συχνές είναι
οι μνείες των κατ' έτος διοριζόμενων από την Ηγεμονία επιτρόπων και του ταμία
του ναού, ενώ συχνοί, σε ετήσια βάση, είναι και οι προϋπολογισμοί και
απολογισμοί των οικονομικών του, που μαρτυρούν για την οικονομική κατάσταση και
διαχείριση της ενορίας. Το 1886 ο ναός επισκευάζεται εκ βάθρων, ενώ το 1887
οικοδομείται ως παρεκκλήσιό του ο νεκροταφειακός ναός του χωριού.
Το 1888 χειροτονείται ιερέας στον άγιο Νικόλαο ο π. Νικόλαος
Σπυριδωνίδης. Το 1892 επισκευάζεται και πάλι ο ναός, που είχε υποστεί ζημιές από
σεισμούς, ενώ το 1895 κατασκευάζεται ο περίβολος και τα στασίδια του, που
ενοικιάζονται στους πιστούς με δημοπρασία, προς όφελος του ενοριακού ταμείου.
Οι επισκευές επαναλαμβάνονται το 1899, ενώ τον Ιούλιο του 1902 κατασκευάζεται
καμπαναριό στο ναό. Τον Ιανουάριο του 1911 επισκευάστηκε το μαρμάρινο τέμπλο
και η πλακόστρωση του δαπέδου του αγίου Νικολάου. Το Δεκέμβριο της ίδιας
χρονιάς κεραυνός έπληξε το ναό, έπεσε στον τρούλο, πέρασε από την αλυσίδα του
πολυελαίου, μαύρισε το ασημένιο πουκάμισο της εικόνας του αγίου στο θρόνο του
και έκαψε τα μανδήλια με τα οποία είχε στολιστεί, στη συνέχεια δε κατέστρεψε
πλάκες του δαπέδου. Αυτό έγινε στις 10 Δεκεμβρίου, λίγες μέρες μετά το πανηγύρι
και στις 21 του ίδιου μηνός, τοποθετήθηκε στον τρούλο αλεξικέραυνο, προς
αποτροπή αναλόγων μελλοντικών καταστροφών.
Το μαρμάρινο τέμπλο του ναού αντικατέστησε άλλο παλιότερο, που ήδη το
1865, όπως προκύπτει από αναφορά του εκκλησιαστικού συμβουλίου, είχε
ανεπανόρθωτα φθαρεί. Τον Ιούνιο του 1865 η κατασκευή του νέου τέμπλου ανατέθηκε
στον Τηνιακό μαρμαρογλύπτη Νικόλαο Χατζή Σίμου, έναντι 14.000 δραχμών της
εποχής. Το 1866 ωστόσο η ηγεμονική διοίκηση αποφάνθηκε ότι το κόστος ήταν
υπέρογκο και μάλιστα σε καιρούς οικονομικής κρίσης, που και τότε έπληττε τον
τόπο μας και έπρεπε νε μειωθεί, όπως και έγινε. Τελικά το τέμπλο αντί των
προϋπολογισθέντων 35.458 20/40 γροσίων στοίχισε περί τα 58.000 γρόσια, ποσό που
διανεμήθηκε με ειδικούς φορολογικούς καταλόγους στους κατοίκους του χωριού. Για
την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι οι τελευταίες οφειλές από τη φορολογική
επιβάρυνση εισπράχθηκαν, με αρκετές πιέσεις, το Νοέμβριο του 1870.
Η αγία Παρασκευή στη Χαρουπιά
Από τις εικόνες και τα σκεύη του ναού του αγίου Νικολάου Κουμεΐκων
αξίζει να αναφερθούν μια εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας με αργυρή επένδυση
του 1824, εικόνες του αγιογράφου Νικολάου Ζωγράφου του Σαμίου, του 1855, και
του επίσης Σαμίου αγιογράφου Απελλού, του 1868, εικόνες του Αγαθάγγελου μοναχού
κ. Κωνσταντίνου, αδελφών από το Αϊβαλί που εργάστηκαν στη Σάμο, του 1869, 1870,
1871, μια εικόνα του αγιογράφου ιερέως Γεωργίου από την Κρήτη, του 1892,
εικόνες του Σαμίου αγιογράφου Ν. Φορόπουλου, του 1901 και 1903. Επίσης, πέρα
από το κεντρικό τέμπλο και τα τέμπλα του βορείου και του νοτίου κλίτους, άξιο
λόγου είναι και το προσκυνητάρι της εικόνας του αγίου Νικολάου, έξοχο
διακοσμητικό έργο με κλασσικιστικές διατυπώσεις και νεοκλασικά μορφολογικά
στοιχεία.
Ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης αναφέρει ότι κοντά στα Κουμέικα υπήρχαν
ερείπια βυζαντινής μονής, στην τοποθεσία άγιος Κωνσταντίνος, όπου είχαν βρεθεί
τάφοι σκαλιστοί με ταφές χριστιανικές. Την ίδια πληροφορία επαναλαμβάνει και ο Μητροπολίτης
Σιδηροκάστρου Ιωάννης, τοποθετώντας την ερειπωμένη αυτή μονή στην τοποθεσία
Μοναστηράκι, όπου ναοί του αγίου Χαραλάμπους και του αγίου Αθανασίου. Ίσως από
τις βυζαντινές αυτές θέσεις να προέρχονται οι δύο βυζαντινές μαρμάρινες ψευδοσαρκοφάγοι, τις οποίες αναγνώρισε, μελέτησε και δημοσίευσε ήδη από το 1998
ο Χάρης Κουτελάκης, και οι οποίες κοσμούν τη βρύση του χωριού. Ο ίδιος μάλιστα
ετυμολογεί το όνομα Κουμέικα από το κυριώνυμο «Γκούμας», του οποίου τοποθετεί
ως πρώτου οικιστή του χωριού την εγκατάσταση εδώ όχι πριν το 1715, οπότε
παρατηρείται κινητικότητα Πελοποννησίων στο νησί και εγκαταστάσεις τους.
Ο Κουτελάκης χρονολογεί τις δύο αυτές ανάγλυφες πλάκες από τα τέλη του
10ου ως τις αρχές του 11ου αιώνα μ.Χ. Ο ίδιος θεωρεί ότι
στο Παλαιοχώρι, στα νοτιοδυτικά του χωριού, ίσως εγκαταστάθηκε αρχικά ο όσιος Παύλος ο Λατρινός, όταν στο α’ μισό του 10ου αιώνα ήρθε στη Σάμο,
και ότι από εδώ ξεκίνησε τις επισκέψεις του προς το Σπήλαιο του Μαραθοκάμπου,
που αναφέρονται στο βίο του, το οποίο ταυτίζει με τη Σπηλιά, τον σημερινό Όρμο
Μαραθοκάμπου και όχι με τη Σαραντασκαλιώτισσα ή το Σπήλαιο του Πυθαγόρα, όπως
παραδέχεται η παλαιότερη σχετική βιβλιογραφία.
Έτσι κλίνει στο να συσχετίσει τις δύο πλάκες της βρύσης των Κουμεΐκων
με τους τάφους των πρώτων ηγουμένων μιας από τις τρεις Λαύρες που ο όσιος
Παύλος ανακαίνισε στη Σάμο, αναφέρει μάλιστα τα ονόματα των μοναχών Νικοδήμου
και Κοσμά, που μνημονεύονται ως ηγούμενοι του σαμιακού μοναστηριού και από τον
βίο του οσίου Παύλου. Οπωσδήποτε πρόκειται για θεωρία τολμηρή, η οποία όμως
δείχνει την ιστορικότητα και τη σημασία της περιοχής.
Μια ακόμη παρατήρηση μένει να γίνει, σχετικά με τους ναούς της αγίας
Ματρώνας, στα Ρεματέικα, και της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, κοντά στο χωριό. Η
πρώτη, χιοπολίτης αγία, τιμάται στη Σάμο όπου εγκαταστάθηκαν Χιώτες, είτε
αμέσως μετά την επαναπύκνωση του πληθυσμού του νησιού, τον 15ο
αιώνα, με τη μορφή των Χιοσαμίων, δηλαδή των απογόνων των Σαμίων που μία ή δύο
γενιές πριν, είχαν μεταναστεύσει στο γειτονικό νησί, είτε στα τέλη του 19ου
αιώνα μετά το μεγάλο σεισμό της Χίου, τον γνωστό στην προφορική λαϊκή παράδοση
του νησιού ως «χαλασμό».
Η λαϊκή λατρευτική τιμή της αγίας Ματρώνας συνδέεται λοιπόν με
σημαντικές περιόδους της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας του τόπου μας, και
απαντά σε τόπους όπως το Βαθύ, οι Μυτιληνιοί και το Καρλόβασι, κατά κανόνα
δηλαδή χωριά και πόλεις της βόρειας, της απέναντι από τη Χίο, παραλίας της Σάμου.
Ο εντοπισμός της και στα Κουμέικα ίσως έχει ξεχωριστή σημασία για την ιστορία
του χωριού και της ευρύτερης περιοχής του, αφού μας δείχνει πιθανότατα
εγκαταστάσεις Χίων και στα νότια της Σάμου, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οφείλεται
σε Χιακή επίδραση απευθείας, και όχι σε μίμηση ή σε άλλον τυχαίο παράγοντα.
Η λαϊκή λατρευτική τιμή της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας πάλι, γνωστή
και από το Μαραθόκαμπο και το Καρλόβασι, έχει εισαχθεί στη Σάμο από τον
Αρχιεπίσκοπο Σάμου Θεοδόσιο τον Φραγκόπουλο (1836-1841), του οποίου η
οικογένεια προερχόμενη από τη Ζάκυνθο, δια των Κυθήρων εγκαταστάθηκε στη Σάμο. Ηγούμενος
της μονής Ζωοδόχου Πηγής, αδελφός του επίσης ιερομόναχου και ηγούμενου της ίδιας μονής Ιγνατίου,
που κατασκεύαζε αυτοσχέδια πυρίτιδα στα χρόνια της επανάστασης του 1821 για τις
ανάγκες του σαμιακού στρατεύματος, ήρθε σε σύγκρουση με τον Ηγεμόνα Στέφανο Βογορίδη,
εξορίσθηκε στο Άγιο Όρος και τελικά εκοιμήθη στη Σκόπελο, στις 19 Δεκεμβρίου
1850.
Η έμμεση κυθηραϊκή καταγωγή του, συντέλεσε ώστε να εισάγει στο νησί την
τιμή της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, του παλλαδίου των Κυθήρων, όπως αυτή
διατηρείται ως τις μέρες μας. Πρόκειται για μια λεπτομέρεια που φανερώνει όμως την
ιδιαίτερη σημασία που έχουν οι ιστορικές καταβολές και ρίζες των ιδιαιτεροτήτων
της λαϊκής θρησκευτικότητας κάθε τόπου.
Από τα παραπάνω φαίνεται νομίζω ότι
τα Κουμέικα και η ευρύτερη περιοχή τους συχνά πρωταγωνίστησαν στην ιστορική
συγκυρία παλαιότερων εποχών. Σε πολλές αγιορείτικες μονές, κατά το 19ο αιώνα,
βρίσκουμε αρχειακές μαρτυρίες για εισαγωγές κρεμμυδιών από τη Σάμο, με
απευθείας ταξίδια καϊκιών από το Μπάλο, το επίνειο του χωριού, κάτι που δείχνει
μια διαφορετική χωροθεσία της ανθρώπινης δραστηριότητας από αυτήν που σήμερα
γνωρίζουμε.
Σε κάθε περίπτωση, τα Κουμέικα φαίνεται ότι είχαν πρωτεύουσα θέση ήδη
από τα μέσα βυζαντινά χρόνια, ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική γεωγραφία του νησιού
μας, καθώς πιθανότατα σχετίζονται με τη δράση του οσίου Παύλου του Λατρινού στη
Σάμο. Ορθώς νομίζω ο Χάρης Κουτελάκης θεωρεί ότι το τοπωνύμιο
"Παύλου" στη γειτονική παραλία των Σπαθαραίων, αν δεν είναι νεώτερο
κυριωνυμικό, έχει περισσότερες πιθανότητες να σχετίζεται με τον όσιο Παύλο του
10ου αιώνα και όχι με τον απόστολο Παύλο, όπως συχνά ακούγεται. Και αυτό επειδή
ο απόστολος Παύλος στην μία και μοναδική παράπλευσή του στη σαμιακή ακτογραμμή
πέρασε, όπως σαφώς μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων, στο στενό μεταξύ Σάμου
και Μικράς Ασίας, και όχι από τη νότια πλευρά του νησιού.
Και στην περίπτωση των Κουμεΐκων, η εκκλησιαστική και η λαϊκή
θρησκευτική παράδοση αναδεικνύουν την ιστορία του τόπου, εν πολλοίς λησμονημένη
και άγνωστη, όπως άλλωστε γίνεται σε όλο το νησί μας, με την μοναδική και
εξαιρετικά ενδιαφέρουσα χριστιανική του ιστορία και τοπογραφία, που απασχόλησαν
και συνεχίζουν να απασχολούν γόνιμα την επιστήμη και την έρευνα.
____________________________________________________________________________________
*Ομιλία σε εκδήλωση του Κέντρου Εκκλησιαστικών,
Ιστορικών και Πολιτισμικών Μελετών της Ι. Μητροπόλεως Σάμου και Ικαρίας στα
Κουμέικα (18 Αυγούστου 2014)Η εργασία, είναι υπό δημοσίευση στον τόμο Δελτίον Σαμιακών Σπουδών 3 (2014-2015), ο οποίος είναι υπό έκδοση.
~*~
Τεράστια χαρά και τιμή μέγιστη αποτέλεσε για μένα η άμεση ανταπόκριση του κ. Μανώλη Βαρβούνη στο σχετικό email που του έστειλα, καθώς και η εξαιρετική συνεργασία που είχαμε, αφού μέσα σε ελάχιστο χρόνο, μου εμπιστεύτηκε αντίγραφο χειρόγραφο της εργασίας του και μάλιστα πριν την έκδοση του Δελτίου Σαμιακών Σπουδών 3, προκειμένου να τη μεταφέρω σε ψηφιακή μορφή και να τη δημοσιεύσω στον ιστότοπο του Μπάλου.Ευχαριστώ πολύ!!!
Γιώργος Βαρβάκης
Πολύ ωραία και χρήσιμα!!!! Ευχαριστώ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ σημαντικό, Γιώργη. Καλή εργασία και πρωτιά σου η προδημοσίευση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι ένστικτο το δικό σου, ξάδερφε...
Να 'σαι καλά!