ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ ΣΑΜΙΟΣ ΕΠΟΙΗΣΕ



Δύο μικρά αλλά θαυμαστά ψηφιδωτά, κοσμούν μαζί με τα υπόλοιπα υπέροχα εκθέματα, το μουσείο της Νάπολι και φέρουν σε εμφανές σημείο την υπογραφή του καλλιτέχνη ψηφιδογράφου : "ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ ΣΑΜΙΟΣ ΕΠΟΙΗΣΕ"

Τα ψηφιδωτά, αυτά προέρχονται από την έπαυλη του περιώνυμου Ρωμαίου φιλόσοφου και ρήτορα Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνα, στην Πομπηία.

Η Τέχνη των ψηφιδωτών ή μωσαϊκών, γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τον Β΄αιώνα π.Χ. στην Πέργαμο κυρίως, αλλά και σε άλλες πόλεις της ελληνιστικής ανατολής, όπως μαρτυρούν τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα της Πέλλας, της Ολύνθου, της δήλου, της Αντιόχειας και της Βεργίνας. 
Από την ελληνική Ανατολή το ψηφιδωτό διαδόθηκε στη Ιταλία και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην Πομπηία και τη Ρώμη, από Έλληνες τεχνίτες.
Λόγω της ανθεκτικότητας του στην υγρασία, στις καιρικές μεταβολές και γενικά στη φθορά του χρόνου το ψηφιδωτό απέβη ζωγράφημα για την ¨αιωνιότητα" και πήρε δικαιωματικά το προβάδισμα για αιώνες στη διακόσμηση υπαίθριων και εσωτερικών χώρων.
Η χρονολόγηση των δύο μωσαϊκών του Διοσκουρίδη, μας δίνει και τα πιθανά χρονικά όρια της ακμής του καλλιτέχνη, αφού δεν έχουμε άλλα στοιχεία για τη ζωή του, που φαίνεται να συμπίπτει με το 2ο μισό του Β΄αιώνα π.Χ. Στη χρονολογία αυτή συμφωνεί και το γεγονός οτι τα θέματα των έργων του εμπνέονται από την ελληνιστική ζωγραφική του τέλους του Γ΄αιώνα π.Χ.
Το πρώτο έργο έχει τίτλο: "Ραντεβού στη μάντισσα" και παριστάνει μια σκηνή από την κωμωδία του Μενάνδρου, «Συναριστώσαι».
Στην αρχαιότητα το ψηφιδωτό ήταν αρχικά τοποθετημένο στη Σάμο, από όπου ξηλώθηκε και μεταφέρθηκε στην Έπαυλη του Κικέρωνα στην Πομπηία. Εκεί βρέθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1763 και μεταφέρθηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολι, όπου και φιλοξενείται σήμερα.


Η σκηνή είναι περίπλοκη και δυσερμήνευτη. Τρεις γυναίκες κάθονται μπροστά σε ένα τραπέζι. Φορούν προσωπεία θεάτρου. Τρεις βαθμίδες με διακόσμηση οδηγούν στο δωμάτιο. Στο τραπέζι επάνω είναι τοποθετημένη μια πυξίδα, ένα θυμιατήρι και ένα ματσάκι φύλλων δάφνης. Η νεαρή κοπέλα στα αριστερά κάθεται σε τετράποδο σκαμνί. Το προσωπείο είναι βαμμένο λευκό με φαιοβιολετί αποχρώσεις. Τα καστανά μαλλιά είναι δεμένα πίσω κότσο, με λίγες τούφες να καταλήγουν στους ώμους. Στο κεφάλι φοράει την χρυσή ταινία των αρχαίων Ελλήνων ποιητών. Στα αυτιά κρέμονται χρυσά σκουλαρίκια. Είναι ντυμένη με χιτώνα και μακρυμάνικη φανέλα. Στα πόδια χρυσά παπούτσια. Η καρέκλα της είναι άκρως αναπαυτική, με μαλακό πολυτελές κάλυμμα με κρόσσια και αναπαυτικό μαξιλάρι. Στη μέση του τραπεζιού μια άλλη νεαρή κοπέλα, όμοια ντυμένη με την πρώτη. Στα δεξιά κάθεται μια γηραιά ασπρομάλλα γυναίκα με τον χιτώνα κουκούλα στο κεφάλι. Κρατάει έναν ασημένιο κάνθαρο στο δεξί και απεικονίζεται σε μια στιγμή εκφραστικής έξαρσης. Στην άκρη δεξιά, σχηματίζεται ελλειπτικά η όρθια σιλουέτα ενός παιδιού σε στάση πλευρική. Έχει τα χέρια σταυρωμένα και κρατάει ένα κρεμαστό θυμιατό. 


Το δεύτερο μωσαϊκό έχει τίτλο : "Μουσικός θίασος με ντέφι
Περιγράφει μια απλή σκηνή μουσικών. Βρισκόμαστε στο δρόμο (πάνω σε στενό πεζοδρόμιο)  έξω από ένα σπίτι στη Ρώμη. Μπροστά στον τοίχο του σπιτιού παίζουν τέσσερις μουσικοί. Πρωταγωνιστής φαίνεται να είναι ένας που χτυπάει το ντέφι. Φοράει χιτώνα, μανδύα και κοντομάνικη φανέλα. Στα πόδια σανδάλια. Συνοδεύεται από έναν δεύτερο που κρούει τα κύμβαλα. Φοράει παρόμοια ρούχα με κάποιες διαφορές στα χρώματα και τις αποχρώσεις. Πίσω από αυτόν είναι τοποθετημένος ένας αυλιστής που είναι μακιγιαρισμένος σαν γυναίκα. Το πρόσωπο είναι μακιγιαρισμένο άσπρο, τα καστανά μαλλιά είναι στεφανωμένα με την ταινία των αρχαίων Ελλήνων ποιητών σε χρυσή απόχρωση. Η επιδερμίδα του λαιμού και των χεριών είναι φυσικού χρώματος. Τα μανίκια και ο χιτώνας είναι καφετί και γκρι. Η συνοδεία ολοκληρώνεται με ένα μικρό αγοράκι, παιδάκι - δούλο που κρατάει πνευστό μουσικό όργανο και περιμένει να παίξει.


Το ψηφιδωτό παριστάνει μια σκηνή από την κωμωδία του Μενάνδρου, «Θεοφορούμεναι».

Και στα δύο έργα, αξιοπρόσεκτα είναι τα πολυτελή ενδύματα με τα πολλαπλά πανωκαλύμματα και τις πλούσιες πτυχώσεις, που δείχνουν καθαρά το τέλος του Γ΄ αιώνα π.Χ. στην εποχή αυτή ανήκουν και τα θεατρικά έργα που στάθηκαν αναμφισβήτητα οι πηγές εμπνεύσεων για το Διοσκουρίδη.
Αξιοσημείωτη και στα δύο έργα επίσης είναι η χρήση του χρώματος. Τον καλλιτέχνη δεν τον ικανοποιούσε φαίνεται η χρησιμοποίηση των επιδράσεων του φωτός για την τροποποίηση μιας ποικίλης χρωματικής κλίμακας και γι αυτό άλλαξε το ηλιακό φως και τροποποίησε τα χρώματα, έτσι ώστε να επιτύχει ένα αισθητικό αποτέλεσμα γνήσιου προσωπικού ύφους. 


Η διαπίστωση μεγάλου σύγχρονου ζωγράφου οτι το "μυστικό" των αρχαίων Ελλήνων και των Βυζαντινών ζωγράφων και μουσειωτών δεν ήταν τίποτε άλλο από την απόδοση των φυσικών χρωμάτων με μεγάλη ακρίβεια, επίτευγμα ομολογουμένως δυσκατόρθωτο, αποτελεί και το ασφαλέστερο κριτήριο για την αξιολόγηση των ζωγραφικών έργων.

Από την άποψη αυτή εξεταζόμενα τα έργα του Διοσκουρίδη, τοποθετούν το δημιουργό τους στην πρώτη γραμμή των ταλαντούχων καλλιτεχνών ( θεωρείται ο καλύτερος ψηφιδογράφος – ψηφοθέτης μετά το Σώσο ) και συγχρόνως πιστοποιούν τη μεγάλη ακμή της σαμιακής καλλιτεχνίας, που ακτινοβολούσε σ' ολόκληρο το μεσογειακό χώρο και επηρέαζε σημαντικά τη διαμόρφωση της αισθητικής αγωγής του ελληνορωμαϊκού κόσμου.

πηγές
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ Η ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια 
ΣΑΜΙΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΔΕΚ. 1981 ΤΟΜΟΣ Ζ΄ΑΡ. ΤΕΥΧ. 28 ( ΓΕΩΡΓ. Κ. ΑΓΓΕΛΙΝΑΡΑΣ "ΔΙΟΣΚΟΥΡΙΔΗΣ ΣΑΜΙΟΣ ΕΠΟΙΗΣΕ" )
Ταξίδι στην Αρχαία Ελλάδα (πληροφορίες: Βενετία Γεωργίου, Ελπίδα Κατσικογιάννη)

1 σχόλιο

Αρχική σελίδα