«Η παράμετρος της νοσταλγίας του πατρώου νησιού έχει διοχετευθεί σε μια γενικότερη νοσταλγία Αγαθού», γράφει ο Γιώργος Βέης – στη φωτογραφία το καλοκαίρι του 1985 στη Σάμο της καρδιάς του.
του Γιάννη Τζανετάκη
Αυτός που περιπλανιέται δεν είναι αντικοινωνικός. Προτιμά απλώς τις μεγάλες σχέσεις. Πολ Μοράν, ΤαξίδιαΚάθε χρόνο τα καλοκαίρια αφήναμε πάντα την Αθήνα και πηγαίναμε στο ίδιο μέρος, στο χωριό του πατέρα μου, στον Πύργο.
Από τα ορεινότερα της Σάμου. Απέχει μισή ώρα ποδαρόδρομο από το χωριό του αείμνηστου Δημήτρη Παπαδίτσα, τα Κουμέικα. Μέναμε ως τις αρχές του Οκτωβρίου.
Οι γονείς μου είχαν συμφωνήσει με τη Διεύθυνση του 3ου Δημοτικού Σχολείου Καλλιθέας, σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι μας, όπου βέβαια ήμουν κανονικά εγγεγραμμένος, να γινόμουν δεκτός και πάλι στην τάξη, αμέσως μετά την επιστροφή μας από το νησί. Ήταν ένα είδος άτυπης, επαναλαμβανόμενης μεταγραφής σε ακραίες, ως εκ των πραγμάτων, διαφορετικότητες.
Για έξι περίπου χρόνια στη σειρά.
Εννοείται ότι η εμπειρία αυτή στο σύνολό της με βοήθησε πολύ να συνδεθώ με ένα τοπίο, εμφανώς άλλο, σε μια ηλικία όπου όλα τα πράγματα είναι ελαφρώς ή πολύ μεγεθυμένα. Η συντριπτική αντινομία ως διαρκές φαινόμενο: ότι έμοιαζε κανονικό και φυσικό στην πρωτεύουσα φαινόταν τουλάχιστον εξωτικό στο χωριό και αντιστρόφως. Χωρίς να το καταλαβαίνω, αφομοίωνα τη διαδικασία της αντικατάστασης και της μετάβασης, η οποία επρόκειτο να υπεισέλθει οριστικά στην εκούσα άκουσα συμπεριφορά του διπλωματικού υπαλλήλου, την οποία υιοθέτησα από το 1980 και μετά. Η διαστολή του ορίζοντα, ο παρατεταμένος εμπλουτισμός του εγώ από λεπτομέρειες κόσμων, η άμεση εξοικείωση με τα ζώα των αγροτών γειτόνων, η αδημονία του πεύκου να γίνει πρωτόλειο ποίημα αντί παρανάλωμα φωτιάς, η διεύρυνση των δυνατοτήτων της αίσθησης να συλλαμβάνει ριζώματα, παραπληρώματα και συνδηλώσεις τοπίων, κατά τρόπο αβίαστο και λειτουργικό ταυτοχρόνως, συναποτελούσαν χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ερεθίσματα της καθ’ όλα ευεργετικής εκείνης διαδοχής των χωροταξικών δομών.
Το πολύωρο ταξίδι με τα πλοία της γραμμής, τον «Κολοκοτρώνη» και τον «Κανάρη», έπαιρνε μυθικές διαστάσεις. Ήταν η αναχώρηση και η επάνοδος, το σχεδόν φασματικό και η περίπου πραγματικότητα».
Το πολύωρο ταξίδι με τα πλοία της γραμμής, τον «Κολοκοτρώνη» και τον «Κανάρη», έπαιρνε βεβαίως μυθικές διαστάσεις. Ήταν η αναχώρηση και η επάνοδος, το σχεδόν φασματικό και η περίπου πραγματικότητα. Οι απώσεις και οι προσεγγίσεις τους. Το ταξίδι ως γέφυρα πηγαίων συγκινήσεων. Δεν μπορώ να πω ότι θυμάμαι τον εαυτό μου να διατελούσε σε σύγχυση κάθε φορά που γειωνόμουν στην προβλεπόμενη αλλά πάντα αινιγματική ετερότητα. Αντιθέτως, εθιζόμουν, και μάλιστα εξ απαλών ονύχων, στην ισότιμη αποδοχή των εναντιωματικών παραμέτρων.
Οι παραστάσεις του πυργιώτικου και κατ’ επέκτασιν του σαμιώτικου περιβάλλοντος επρόκειτο να αναδυθούν εντός μου τις πλέον απρόοπτες στιγμές.
Θυμάμαι: στη στροφή ενός δρόμου με υποτυπώδη δενδροφύτευση στο Χαρτούμ, σ’ ένα πέρασμα στο Σέντραλ Παρκ του Μανχάταν, ή ένα απομεσήμερο, να καίει ο ήλιος, Ιούνιος μου λέει το ημερολόγιό μου, αφήνοντας πίσω τα δυτικά περίχωρα της Μελβούρνης, σε μια λεωφόρο με φλαμουριές στο Βερολίνο, μπαίνοντας τα ξημερώματα στο Πεκίνο. Τα κείμενα για το πατρώο νησί δεν είναι πολλά. Η παράμετρος της νοσταλγίας του έχει όμως διοχετευθεί σε μια γενικότερη νοσταλγία Αγαθού. Ο Πύργος παραμένει εντέλει μια παράγραφος αφανής, αλλά δεσμευτική, όπως αποδείχτηκε, στο πέρασμα των δεκαετιών. Υπαγορεύει αντιδράσεις, μνημονεύει αφετηρίες, προδιαθέτει και συνεγείρει εικόνες.
«Οι παραστάσεις του πυργιώτικου και κατ’ επέκτασιν του σαμιώτικου περιβάλλοντος επρόκειτο να αναδυθούν εντός μου τις πλέον απρόοπτες στιγμές», γράφει ο Γιώργος Βέης.
Kαταθέτω, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, το «Πυθαγόρειον Σάμου, 1989», το οποίο καταχωρίζεται στο έκτο ποιητικό μου βιβλίο, τη «Γεωγραφία κινδύνων», και τον «Κέρκη», γραμμένο το 2011 στην Ιάβα, στη μνήμη του Γιάννη Βαρβέρη. Παραθέτω το δεύτερο. Δείγμα, μεταξύ άλλων, ρυθμικών συναλληλιών τόπων και βιωμάτων:
Κουφόβραση δωρεά, οι πευκοβελόνες ρίγη
νιώθεται αμέσως, αρκεί η πρώτη ανταύγεια
του μεσημεριού να πέσει πάνω σε κάθετη πέ
τρα ρεματιάς, τότε, μ’ ένα φύσημα κρυφού καιρού
αρχίζουν να σέρνονται όλο και πιο κοντά μας όλες
μαζί, το ξέρεις από την αρχή βέβαια, για μας
έρχονται, ψυχές θα ’ναι ή μήπως από την κάτω
χώρα λέξεις με νόημα άλλης αλήθειας να μας
σώσει μέσα στο φως αυτής της αξόδευτης ώρας
χωρίς λυγμούς ή μαγγανείες, επιτέλους δικές
μας στιγμές σαμιώτικες, ποτισμένες ρετσίνι της
σοφίας, ραντίζει τη γη μέχρι να σταματήσει
ο κόσμος σ’ ένα φιλί αναγέννησης, τόλμης για
τα χαμένα αγαθά των σωμάτων, τα κλεμμένα.
//Από το βιβλίο του Γιώργου Βέη «Παντού», εκδόσεις Κέδρος, 2015. Το κείμενο στο βιβλίο έχει τίτλο «Πύργος Σάμου» και είναι αφιερωμένο στον Δημήτρη Καλοκύρη.
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/zoi/samos/ ]
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το αφιέρωμα στον ποιητή και συγγραφέα Γιώργο Βέη, εντόπισα στην ομάδα του FB : Σαμιωτικη διαλεκτος (Σαμιωτκα) αναρτημένο από τη φίλη Athena Makroglou
....και πρέσβης της Ελλάδας στο Χαρτούμ για πολλά χρόνια, εκει τον γνωρισα, πραγματικός ανθρωπος του πνευματος, χαμηλών τόνων, μου χαρισε ποιητικές του συλλογές, ευγενέστατος και κυριως οξύνους και με μια ιδιαιτερη αισθηση λεπτού χιούμορ
ΑπάντησηΔιαγραφή