ΣΎΜΜΕΙΚΤΑ - Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Τα Σκουρέικα πήραν, ως γνωστόν, το όνομά τους από τον πρώτο μαρτυρούμενο οικιστή του χωριού, τον Γεώργιο Σκούρα, ο οποίος έχει αφήσει και το ιστορικό του αποτύπωμα σε αφιερωτική επιγραφή, στην εφέστια εικόνα του αγίου Γεωργίου, στον ενοριακό ναό του χωριού, η οποία είναι ανάθημα του Σκούρα, και της οποίας η αφιέρωση χρονολογείται στα 1718.
Αρχαία ερείπια και αντικείμενα, που κατά καιρούς ήρθαν στο φως, μαρτυρούν για την οίκηση στην περιοχή του χωριού ήδη από τα αρχαία χρόνια, ωστόσο ο σημερινός οικισμός χρονολογείται από τον Επαμεινώνδα Σταματιάδη στις αρχές του 18ου αιώνα.
Ο Γεώργιος Ζαφειρόπουλος, στηριγμένος σε προφορικές παραδόσεις και μαρτυρίες, παραθέτει επίσης την πληροφορία, ότι μαζί με τον Σκούρα, οικιστές του χωριού ήταν επίσης οι Κοντογιάννης και Χατζησαρρής, και ότι οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν εδώ από τα γειτονικά Ζουρέικα, εκεί όπου είναι σήμερα το Νεοχώρι, αλλά και από τους συνοικισμούς Κατσουρέικα και Λαζέικα, της περιφέρειας Σπαθαραίων, καθώς και από τα Καμίνια, που βρίσκονταν ανάμεσα στον Πλάτανο και το Νεοχώρι, που ονομάστηκε έτσι ακριβώς, υπήρξε το νέο χωριό, που αντικατέστησε και εν μέρει συνέχισε το παλαιοχώρι Ζουρέικα.
Πράγματι στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, το φαινόμενο του συνοικισμού μικρών οικισμών σε μεγαλύτερα χωριά ή της εγκατάλειψης παλαιών χωριών και της ίδρυσης νέων για διάφορους λόγους (σεισμούς, γεωλογικά φαινόμενα, εύρεση καταλληλότερης τοποθεσίας, ύπαρξη καλλιεργήσιμων εδαφών και πηγών, εξάλειψη των κινδύνων επιδρομών, ώστε να μην χρειάζεται πλέον οι κάτοικοι να ζουν σε μικρούς και απομονωμένους οικισμούς, αόρατους ουσιαστικά για τους επιδρομείς κ.λπ.) είναι γνωστό, όχι μόνο στη Σάμο, αλλά και ευρύτερα στον ελληνικό χώρο.
Στην απογραφή του 1828, τα Σκουρέικα εμφανίζονται να έχουν 184 κατοίκους, από τους οποίους 94 άνδρες και 90 γυναίκες. Στο χωριό έμεναν τότε και 2 ιερείς, ενώ υπήρχαν 44 σπίτια, 4 εργαστήρια, 4 ελαιοτριβεία, 1 μύλος, 1 ενοριακός ναός και 5 ξωκλήσια.
Το 1886 ο Σταματιάδης αναφέρει, ότι στο χωριό υπήρχαν 105 σπίτια με 493 κατοίκους, οι οποίοι μάλιστα διακρίνονταν για την μακροβιότητα και την καλή υγεία τους. Έχουμε, λοιπόν, εδώ μια ολοφάνερη εξελικτική πορεία, η οποία δείχνει πρόοδο και ανάπτυξη.
Η εξαρχής ύπαρξη στο χωριό δύο ισχυρών γενών, του Γεωργίου Σκούρα και του Κοντογιάννη, απεικονίστηκε και στην ίδρυση και οικοδόμηση των ναών του.
Ο γιος του Γεωργίου Σκούρα, ο Παπα-Σταμάτης Παπαχατζή Σκούρας, πρώτος εφημέριος του χωριού, έκτισε το ναό του αγίου Γεωργίου, τον ενοριακό ναό του χωριού.
Από την άλλη πλευρά, ο Γεώργιος Κοντογιάννης, γιος του οικιστή Κοντογιάννη, γνωστός ως Χατζηγιώργης επειδή και αυτός, όπως και ο Σκούρας, υπήρξε προσκυνητής του Παναγίου Τάφου, έχτισε το ναό του Γενεθλίου της Θεοτόκου. Μπορούμε να σημειώσουμε εδώ, ότι αφενός μεν το ναϊκό και λατρευτικό σύστημα του χωριού διαρθρώνονταν κατά γένη, καθένα από τα οποία είχε το ναό και τον εφημέριό του, όπως συμβαίνει και σε πολλά άλλα χωριά, σε όλο τον ελληνικό χώρο. Αφετέρου δε, ο ανταγωνισμός των δύο αρχικών ισχυρών γενών, που συγκρότησαν το χωριό, των γενών Σκούρα και Κοντογιάννη, εκδηλώθηκε και στο συμβολικό επίπεδο του κοινωνικού γοήτρου, που χαρίζει στον άνθρωπο η στενή σχέση προς το υπερφυσικό, στις παραδοσιακές αγροτοκτηνοτροφικές κοινωνίες: εκπρόσωποι των δύο γενών φρόντισαν να αποκτήσουν τον επίζηλο για την εποχή τίτλο του χατζή με το πολυέξοδο και επικίνδυνο για τις τότε συνθήκες προσκύνημα στον Πανάγιο Τάφο και στην αγία Γη.
Μάλιστα ο Ζαφειρόπουλος παραθέτει μία πληροφορία, ότι τα δύο γένη τελικά συγγένεψαν, καθώς η κόρη του Γεωργίου Κοντογιάννη παντρεύτηκε τον γιο του Γεωργίου Σκούρα, τον Παπα-Σταμάτη Σκούρα. Είναι γνωστό πως ανάλογοι ανταγωνισμοί συχνά λύνονται, με τη σύναψη δεσμών τεχνητής συγγένειας, και η οδός αυτή φαίνεται ότι ακολουθήθηκε στα Σκουρέικα και του 18ου αιώνα, στην αρχή του οργανωμένου κοινοτικού βίου του χωριού. Καθώς το γένος Σκούρα επικράτησε, έδωσε το όνομά του στο χωριό, αλλά ταυτοχρόνως ο ναός του έγινε και ο ενοριακός ναός του χωριού.
Η παλαιότερη εκκλησία του αγίου Γεωργίου είχε χτιστεί στα όρια της κτηματικής περιουσίας του Γεωργίου Σκούρα, και συγκεκριμένα εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Κοινοτικό Κατάστημα και το Αγροτικό Ιατρείο.
Επιγραφή που σώζεται στον περίβολο του σημερινού ναού τοποθετεί την οικοδόμησή του το 1814, και πληροφορεί ότι «ευθηάστη με έξοδα χωρίου κε ήταν επιστάτης κε επίτροπος ο Νηκόλας», ενώ πρωτομάστορας στο έργο ήταν «ο μάστρο Ιω ο κατσάδας με το ηο του το Θεοδωρή». Εφημέριος βέβαια, μνημονευόμενος και στην εν λόγω επιγραφή, ο παπα-Σταμάτης Σκούρας.
Ο πρώτος εκείνος ναός βρισκόταν στον σημερινό σχολικό κήπο, και σώζονται ορισμένες ενδείξεις της ύπαρξής του. Είχε τρούλο, καθώς φαίνεται από μια απόφαση της 2ας Μαρτίου 1905 για την επισκευή του, καθώς είχε υποστεί ζημιές από σεισμούς. Στις 11 Μαΐου 1910, μάλιστα, αποφασίστηκε η κατασκευή ξύλινου καμπαναριού στο ναό, κάτι που σημαίνει είτε ότι μέχρι τότε δε διέθετε καμπαναριό, είτε ότι το υπάρχον είχε υποστεί ζημιές ανεπανόρθωτες, και έπρεπε προσωρινά τουλάχιστον να αντικατασταθεί.
Από εκείνον τον πρώτο ναό προέρχονται οι εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του αγίου Ιωάννη, του 1833, και η επαργυρωμένη εικόνα του αγίου Γεωργίου, του 1841, αφιέρωμα του ζεύγους Αναγνώστη και Μαργιολάκης Χατζηγιώργη. Από εκείνον προέρχονται, επίσης, ο Δεσποτικός Θρόνος και ο άμβωνας, έργα του Χίου ξυλογλύπτη Ιωάννη, ενός από τα δύο αδέλφια που σκάλισαν το τέμπλο του καθολικού της μονής του Τιμίου Σταυρού Σάμου, του ναού της αγίας Ματρώνης Καρλοβάσου κ.λπ. Γραπτή επιγραφή του θρόνου, που μοιάζει με εκείνον του Μητροπολιτικού ναού του αγίου Νικολάου Σάμου, επευφημεί τον Μητροπολίτη: «Ζήτω ο Πανιερώτατος». Επίσης, δύο μεγάλα φανάρια πάνω από τα κεντρικά στασίδια, αργυρά εξαπτέρυγα κατασκευασμένα από τον αργυροχρυσοχόο του Καρλοβάσου Ιωάννη Δροσινό, τα οποία αγοράστηκαν στις 24 Φεβρουαρίου 1885, και ένας Σταυρός.
Στην απογραφή των κληρικών της Σάμου, του 1830, στο χωριό καταγράφονται τρεις ιερείς: ο παπα-Σταμάτης Δ. Σκούρα, ετών 55, ο παπα-Ιωάννης του παπα-Δημητρίου Κάτζουρα, ετών 31 και ο ιερομόναχος Μακάριος από την Κρήτη, ετών 45, με τη σημείωση «μη εφημέριος, παιδαγωγός». Επίσης στην ίδια απογραφή το χωριό αναφέρεται ότι είχε μία ενορία, εκείνην του αγίου Γεωργίου.
Υπάρχουν, όμως, και σχετικές αρχειακές πληροφορίες από το αρχείο του Ηγεμονικού Διοικητικού Γραφείου, οι οποίες μας βοηθούν να παρακολουθήσουμε την ιστορική πορεία του ναού και της ενορίας, κατά τα ηγεμονικά χρόνια: στις 20 Μαρτίου 1870 έγινε έλεγχος των οικονομικών της ενορίας από την ηγεμονική διοίκηση, που απέδειξε το χρηστόν της διαχείρισης. Ο ίδιος έλεγχος μαρτυρείται και στις 15 Μαρτίου 1880, απ’ όπου βλέπουμε και την ένδεια που ταλαιπωρούσε την ενορία. Πάντως, η οικονομική κατάσταση μάλλον βελτιώθηκε σταδιακά, καθώς στις 9 Μαρτίου 1914 η ενορία βρίσκεται ανάμεσα στις σαμιακές ενορίες, που συνεισφέρουν, για να κατασκευαστεί ναυαρχίδα του Εθνικού Στόλου, δεδομένης της ενώσεως ήδη από το 1912 του νησιού με το Βασίλειον της Ελλάδος. Ίσως συντέλεσε σε αυτό το ότι στο μεταξύ ο ναός είχε αφιερώματα σε ελαιόδενδρα, έχοντας αποκτήσει τέτοια κτηματική περιουσία, ώστε τον Οκτώβριο του 1905 να διεξαχθεί δημοπρασία, για να κατακυρωθεί το δικαίωμα συγκομιδής τους στον πλειοδότη. Όσον αφορά τους εφημέριους της ενορίας, πέραν από τον πρώτο ιερέα παπα-Σταμάτη Σκούρα, μαρτυρείται στις 11 Ιανουαρίου 1862 η χειροτονία του Χριστοφή Ιωάννου του παπα-Σαρή. Στις 4 Δεκεμβρίου 1870 η χειροτονία του Νικολάου Αναγνώστου, του οποίου η εφημερία, ωστόσο, υπήρξε ατυχής, δεδομένου ότι ήδη το 1876 είχε τιμωρηθεί με εξορία από το χωριό από τον Μητροπολίτη Σάμου Γαβριήλ Β΄, ο οποίος μάλιστα στις 27 Δεκεμβρίου 1876, εξηγούσε γραπτώς στον Ηγεμόνα τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να τον διορίσει εκ νέου στην ενορία των Σκουρέικων, παρά τις σχετικές παρακλητικές αναφορές των κατοίκων.
Στις 3 Φεβρουαρίου 1900 χειροτονήθηκε ο Γεώργιος παπα-Θεοφίλου Ιωάννου, από ιερατική οικογένεια επίσης. Το 1920, ο Μανωλάκης Χατζηγεωργίου, γόνος του γένους Κοντογιάννη, εκπληρώνοντας τάμα του, ανάλαβε να χτίσει στο οικόπεδο του σπιτιού του παππού του, Αναγνώστη Χατζηγιώργη, το σημερινό ναό.
Ως επιστάτες και πρωτομάστορες του έργου, στο οποίο συνεισέφερε οικονομικά και με προσωπική εργασία όλο το χωριό, εργάστηκαν αρχικά ο Γιάννης Βουρούδης από το Μαραθόκαμπο, και στη συνέχεια ο αδελφός του, Σταμάτης Βουρούδης, ο οποίος κατασκεύασε και το τέμπλο του ναού. Διαχειριστής του έργου ήταν ο εξάδελφος του Μανωλάκη Χατζηγεωργίου, ο Γεώργιος Σαρρηγιάννης.
Κατά τη μαρτυρία του, όπως την διασώζει ο Ζαφειρόπουλος, δαπανήθηκαν 2000 χρυσές λίρες.
Η πρώτη ιεροτελεστία στο νέο ναό ήταν το ευχέλαιο, τη Μεγάλη Τετάρτη του 1922, ενώ τα εγκαίνιά του έγιναν από τον Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίο, στις 23 Απριλίου 1933, μαζί με τον οποίο λειτούργησε και ο εφημέριος του αγίου Σπυρίδωνος πατήρ Δημήτριος Κοκκώνης, μια λαμπρή σαμιακή ιερατική φυσιογνωμία της εποχής.
Έκτοτε, η ενορία λειτουργεί και λειτουργείται στον περικαλλή και αρχοντικό αυτό ναό.
Ο δεύτερος μεγάλος ναός του χωριού είναι αφιερωμένος στο Γενέθλιον της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, που διέσωσε ο Ζαφειρόπουλος, χτίστηκε αρχικά μικρότερος από τον εκ των πρώτων οικιστών Κοντογιάννη, το 1799, αργότερα δε ο γιος του, Γεώργιος Κοντογιάννης, αμιλλώμενος το Γεώργιο Σκούρα, που είχε χτίσει το ναό του αγίου Γεωργίου, ανακατασκεύασε το ναό σε μεγαλύτερο μέγεθος, το 1825, όπως είναι σήμερα, με τρεις τρούλους και νάρθηκα.
Στην ευρύτερη περιοχή του έχουν βρεθεί κατά καιρούς πολλοί χριστιανικοί τάφοι, γεγονός που μάλλον συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι εδώ βρισκόταν στα βυζαντινά χρόνια μεγάλο πόλισμα.
Οι κτητορικές επιγραφές των δύο αυτών οικοδομικών φάσεων του ναού βρίσκονται εντοιχισμένες στην πρόσοψή του.
Μάλιστα, σύμφωνα με λαϊκή παράδοση του χωριού, αρχικά ο ναός είχε χτιστεί με έναν τρούλο που κατέρρευσε, όπως συνέβη και στην ανοικοδόμησή του, τελικά δε χτίστηκε με τρεις τρούλους, όπως συμβούλευσε μια γυναίκα από το χωριό, επειδή ο κτήτορας είχε συνάψει τρεις γάμους, κι έτσι έπρεπε να γίνει, για να στεριώσει.
Ο Ζαφειρόπουλος αναφέρει, ότι τόσο κάτω από τον πρόναο του παλαιού ναού του αγίου Γεωργίου, όσο και στην αυλή του ναού της Παναγίας, κατά καιρούς βρίσκονται τάφοι, γεγονός που δηλώνει ότι αρχικά εκεί, στις αυλές των δύο αυτών ναών, θάβονταν οι νεκροί χωριανοί. Πάντως, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, τα Σκουρέικα διέθεταν ξεχωριστό κοιμητήριο, καθώς φανερώνει η απόφαση της 16ης Μαρτίου 1911 για κατασκευή σιδηράς θύρας στο κοιμητήριο του χωριού.
Το ενοριακό σύστημα του χωριού συμπληρώνουν και τα εξωκλήσια της ενορίας του αγίου Γεωργίου. Ο ναός, ο αφιερωμένος στον άγιο Αντώνιο, κατά την προφορική ιστορική μνήμη, πρωτοχτίστηκε περί το 1700, μετά την καταστροφή του από κατολισθήσεις ξαναχτίστηκε, και στη σημερινή του μορφή ανακαινίστηκε το 1955, από το Σάββα Σαρρηγιάννη, κάτοικο Νεοχωρίου. Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που εορτάζει την απόδοση της εορτής (23 Αυγούστου), χτίστηκε εκ νέου, πάνω στα ερείπια παλαιότερου ναού, για να κτιστεί δε και να εξοπλιστεί ο ναός, συνεστήθη το 1911, με διάταγμα του Ηγεμόνα Ανδρέα Κοπάση, η Αγαθοεργός Αδελφότης «Η Κοίμησης της Θεοτόκου Σκουρεΐκων». Ο ναός, που φιλοξενούσε μεγάλη πανήγυρη, στη σημερινή του μορφή, ανακαινίστηκε τελικά το 1972.
Ο κοιμητηριακός ναός του αγίου Δημητρίου αποδίδεται από τη λαϊκή παράδοση στον κτήτορα του αγίου Γεωργίου παπα-Σταμάτη Σκούρα. Ανακαινίστηκε μετά τους σεισμούς του 1904, από τον εφημέριο του χωριού Ιάκωβο Κραπιπέρη, και από το 1910 αποτελεί το ναό του κοιμητηρίου. Παλαιός είναι επίσης και ο ναός της αποτομής της κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου, ενώ αξίζει να αναφερθούν οι ναοί του προφήτη Ηλία, του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, κτισμένου το 1806 και ανακαινισμένου μετά τους σεισμούς του 1904, και του αγίου Ελευθερίου, που χτίστηκε, κατά τον Ζαφειρόπουλο, μεταξύ 1903 και 1904.
Σώζονται, επίσης, και ερείπια ναών, τόσο του αγίου Νικολάου, όσο και στις τοποθεσίες Δριτζαρέικα και Πέρου, όπως τα αναφέρει ο Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου Ιωάννης, στο βιβλίο του για την ιστορία της Εκκλησίας της Σάμου, ενώ το ναό του αγίου Γεωργίου στα Ξενοδουμέικα, ανακαίνισε, το 1936, ο ηγούμενος της μονής Ζωοδόχου Πηγής, Αρχιμανδρίτης Χαρίτων Μακρής.
Ζητήματα, που αφορούν τη ζωή του χωριού, σπανίως απαντούν στα ηγεμονικά αρχεία.
Για παράδειγμα, στις 23 Φεβρουαρίου 1861 ο Δήμαρχος Σκουρεΐκων αναφέρει, ότι στο χωριό είχε εγκατασταθεί ο χατζή-Αναγνώστης, από τα Βουρλά με δύο γυναίκες, μία χριστιανή και μία μουσουλμάνα, καταγγέλλοντας ότι οι ιερείς του χωριού είχαν κοινωνήσει στο ναό, όχι μόνο τη χριστιανή, αλλά και τη αλλόπιστη.
Ο Μητροπολίτης Σάμου Γαβριήλ Β΄ απάντησε τότε, ότι εγνώριζε το γεγονός, και είχε τιμωρήσει τους δύο ιερείς, κατά τους σχετικούς ιερούς κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Τον Ιούνιο του 1879 πάλι, ο Ηγεμόνας της Σάμου παραγγέλλει στον Δήμαρχο Σκουρεΐκων να συνδράμει τον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο Καραθανασιάδη και το δικηγόρο Θεμιστοκλή Στεφανίδη, οι οποίοι είχαν οριστεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Ιερόθεο, ως εκπρόσωποι του Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου, με σκοπό να εκποιήσουν χρήματα του Πατριαρχείου στο νησί.
Το έγγραφο υποδηλώνει, ότι στην περιοχή του χωριού υπήρχαν τότε κτήματα, που ανήκαν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, πράγμα όχι παράδοξο, αν κανείς υπολογίσει τους προσκυνητές του Παναγίου Τάφου, στους οποίους προηγουμένως αναφερθήκαμε.
Από όσα προηγήθηκαν, εύκολα κανείς καταλαβαίνει, ότι η μελέτη της θρησκευτικής ζωής και της ιστορικής διαχρονικής πορείας των χωριών της Σάμου δεν μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από την εκκλησιαστική ζωή και ιστορία τους, καθώς στους ναούς κάθε χωριού, όπως και προηγουμένως είδαμε, έχουν αποτυπωθεί οι κυριότερες φάσεις της ιστορικής πορείας του οικισμού και των κατοίκων του.
Αυτό οφείλεται στο ότι εθνότητα, θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητα, υπήρξαν για το Γένος μας πραγματικότητες, στενά συνδεδεμένες και αλληλεξαρτώμενες, στη μακρά διαδοχή των αιώνων της ιστορικής μας ύπαρξης.
~*~*~*~*~*~*~
Όλες οι φωτογραφίες της ανάρτησης προέρχονται από τη σελίδα Skoureika Village,Samos,Hellas
Εξαιρετική και κατατοπιστική έρευνα γείτονα !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπημένα Σκουρεικα ένα από τα ομορφότερα και γραφικότερα χωριά της Σάμου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο άρθρο, με πολλές πληροφορίες. Μια ερώτηση επ αυτού, οι έποικοι στη περιοχή από που έχουν έρθει; Γ
ΑπάντησηΔιαγραφήπαράδειγμα έχω ακούσει Σκουρεικα τα εχουν φτιάξει έποικοι από τα Στύρα της Εύβοιας.
Ο Γάλλος περιηγητής Βικτόρ Γκερέν, στο βιβλίο του "ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ" το έτος 1856, αναφέρει ότι: ο ιδρυτής του χωριού ήταν ένας βοσκός με καταγωγή από τα Στούρα (Στύρα) της Εύβοιας και η αρχική ονομασία ήταν Στουρέικα που στη συνέχεια έγινε Σκουρέικα!! Λίγα χρόνια αργότερα το 1869 ο Κρητικίδης στο βιβλίο του ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ της Σάμου, αναφέρει απλά : Σκουρέϊκα, εκ του πρώτου οικιστού επονομαζομένου Σκούρου χωρίς καμιά άλλη πληροφορία για την προέλευση του Σκούρου ή Σκούρα...
Διαγραφή