ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΝΕΟΧΩΡΙ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ



ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ - Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ

Η ιστορία του Νεοχωρίου συνδέεται άμεσα με την ιστορία του γειτονικού χωριού Σκουρέικα, δεδομένου ότι προέρχονται από τους ίδιους οικιστικούς πυρήνες. Πρέπει εδώ να επισημάνουμε, ότι, σε όλη τη διάρκεια της ύστερης βυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου οι συνενώσεις χωριών και οικισμών αλλά και η δημιουργία νέων, σε συνδυασμό πάντοτε με τις συχνές μετακινήσεις πληθυσμών, δημιουργούν ένα εξαιρετικά μεταβαλλόμενο τοπίο στην ελληνική ύπαιθρο, από το οποίο, βεβαίως, δεν μπορούσε να απουσιάζει η Σάμος.
Ειδικότερα, στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, το φαινόμενο του συνοικισμού μικρών οικισμών, σε μεγαλύτερα χωριά ή της εγκατάλειψης παλαιών χωριών και της ίδρυσης νέων, για διάφορους λόγους (σεισμούς, γεωλογικά φαινόμενα, εύρεση καταλληλότερης τοποθεσίας, ύπαρξη καλλιεργήσιμων εδαφών και πηγών, εξάλειψη των κινδύνων επιδρομών, ώστε να μην χρειάζεται πλέον οι κάτοικοι να ζουν σε μικρούς και απομονωμένους οικισμούς, αόρατους ουσιαστικά για τους επιδρομείς κλπ.), είναι γνωστό, όχι μόνο στη Σάμο, αλλά και ευρύτερα στον ελληνικό χώρο.


Άλλωστε, και το ίδιο το όνομα του χωριού, «Νεοχώριο» ή «Νιχώρι» ή κατά την σαμιακή διαλεκτική απόδοση «Νιχουράκ’», αντανακλά, τόσο το μικρό μέγεθος, όσο και το σχετικά νέο της ίδρυσης και σύμπηξης του συγκεκριμένου χωριού. Ενδεικτική της κατάστασης αυτής είναι η πληροφορία, που διασώζει ο Γεώργιος Ζαφειρόπουλος, στηριγμένος σε προφορικές παραδόσεις και μαρτυρίες, ότι μαζί με τον Σκούρα, οικιστές του χωριού Σκουρέικα ήταν επίσης οι Κοντογιάννης και Χατζησαρρής, και ότι οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν εδώ από τα γειτονικά Ζουρέικα, εκεί όπου είναι σήμερα το Νεοχώρι, αλλά και από τους συνοικισμούς Κατσουρέικα και Λαζέικα της περιφέρειας Σπαθαραίων, καθώς και από τα Καμίνια, που βρίσκονταν ανάμεσα στον Πλάτανο και το Νεοχώρι, που ονομάστηκε έτσι ακριβώς, υπήρξε το νέο χωριό, που αντικατέστησε και εν μέρει συνέχισε το παλαιοχώρι Ζουρέικα. Άλλωστε η λατρευτική επαφή μεταξύ των Σκουρέικων και του Νεοχωρίου, δε σταμάτησε στο πέρασμα των αιώνων.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ναού των Σκουρέικων, του αφιερωμένου στον άγιο Αντώνιο, ο οποίος, κατά την προφορική ιστορική μνήμη πρωτοχτίστηκε περί το 1700, μετά την καταστροφή του από κατολισθήσεις, ξαναχτίστηκε, και στη σημερινή του μορφή ανακαινίστηκε το 1955, από τον Σάββα Σαρρηγιάννη, κάτοικο Νεοχωρίου.


Σύμφωνα με τον ιστορικό της Σάμου Επαμεινώνδα Σταματιάδη, η αρχική ονομασία του οικισμού ήταν Ζουρέικα, και ανήκει στα νεότερα από πλευράς ίδρυσης χωριά του νησιού. Κύρια απασχόληση των κατοίκων του ήταν ανέκαθεν η ελαιοκομία
Είναι, μάλιστα, απόλυτα χαρακτηριστική η εκτίμηση του Σταματιάδη για το χωριό και τους κατοίκους του, στα τέλη του 19ου αι., σε νεοελληνική απόδοση από τον Νίκο Μύτικα: «Δυστυχώς η ένδεια και η απορία εξαφανίζουν τη ζωηρότητα και την εργατικότητα των Νεοχωριτών, οι οποίοι, αν και δεν έχουν εύφορη γη, θα μπορούσαν και σήμερα να βρίσκονται σε κατάσταση μιας σχετικής ευπορίας, όπως και κατά τα περασμένα χρόνια, αν δεν είχαν πέσει στα νύχια της τοκογλυφίας»
Ο ίδιος ο Σταματιάδης, μάλιστα, διασώζει την πληροφορία, ότι κοντά στο σημερινό χωριό, και μάλιστα στην τοποθεσία Γούβα, υπήρχαν κατάλοιπα αρχαίου οικισμού, και οι γεωργοί που καλλιεργούσαν τα εκεί κτήματά τους έβρισκαν συχνά αρχαία αντικείμενα και οικοδομικά μέλη αρχαίων κτηρίων. Όσον αφορά την πληθυσμιακή εξέλιξη του χωριού, ο Αρχιεπίσκοπος Σάμου και Ικαρίας Ιωσήφ Γεωργειρήνης, το 1666, δε μνημονεύει την ύπαρξή του, κάτι που πιθανότατα σημαίνει, ότι τότε δεν είχε ακόμη ιδρυθεί.
Στην απογραφή που διενήργησε το 1828 ο Ιωάννης Κωλέττης, το χωριό αναφέρεται ως οικισμός του Τμήματος Μαραθοκάμπου, στο οποίο και παραμένει και σε όλη τη διάρκεια της ηγεμονικής περιόδου (1834-1912), με 187 άνδρες και 212 γυναίκες. Το 1864, στην απογραφή, που διατάχθηκε από τον Ηγεμόνα της Σάμου Μιλτιάδη Αριστάρχη, το Νεοχώρι είχε αυξήσει τον πληθυσμό του σε 200 άνδρες και 236 γυναίκες, συνολικά 399 κατοίκους, μαζί με 22 παροίκους. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν 8 κληρικοί, ενώ στο χωριό υπήρχαν 106 σπίτια, 13 εργαστήρια, 6 ελαιοτριβεία, 2 μύλοι, 1 ενοριακός ναός και 9 παρεκκλήσια και ξωκλήσια.
Αναλυτικότερα είναι τα στοιχεία, που παραθέτει ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης, το 1886, σύμφωνα με τα οποία στο Νεοχώρι υπήρχαν 137 σπίτια με 482 κατοίκους, που ανήκαν σε 145 οικογένειες, από τους οποίους 134 άνδρες και 150 γυναίκες. Από τους 134 άνδρες του χωριού οι 96 ήταν έγγαμοι, οι 32 άγαμοι και οι 6 χήροι, ενώ από τις 150 γυναίκες αντιστοίχως 134 έγγαμες, 9 άγαμες και 7 χήρες. Πέραν δε των ενηλίκων, στο χωριό ζούσαν και 198 παιδιά, εκ των οποίων 97 αγόρια και 101 κορίτσια. 

Στο Νεοχώρι, ανάλογη με τα γειτονικά Σκουρέικα και τα υπόλοιπα χωριά της ευρύτερης περιοχής, ήταν η εκκλησιαστική ζωή και οι εξελίξεις της ως και τα τέλη του 19ου αιώνα.



Ο ενοριακός ναός του Ταξιάρχη Μιχαήλ, έχει την δική του ενδιαφέρουσα ιστορία. Από τις επιγραφές, που σώζονται εκεί, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αρχικά χτίστηκε περί το 1797, με πρωτομάστορα το Δημήτριο, ενώ μια δεύτερη οικοδομική φάση, σχετιζόμενη και με την προσθήκη ή διαμόρφωση του νάρθηκα, μπορεί να χρονολογηθεί περί το 1850, με πρωτομάστορα τον Ιωάννη Πέτρου Σταμάτιο. Με την πρώτη, άλλωστε, χρονολόγηση συνάδει και η εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, έργο του αγιογράφου ιερέως Γεωργίου, υπογεγραμμένο τον Ιούλιο του 1799. Στην απογραφή των κληρικών του νησιού του 1830, για την οποία έγινε λόγος και παραπάνω, στο χωριό αναφέρεται μία μόνο ενορία, εκείνη του Ταξιάρχη, αλλά αρκετοί ιερείς: ο πρωτοπαπάς παπα-Φραγκιάς του παπα-Χατζή Γεωργίου Ζωγράφου, ετών 49, ο πατέρας του παπα-Χατζή, Γεώργιος Ζωγράφος, ετών 87, που δεν ήταν εφημέριος, αλλά «δια το γήρας του, πνευματικός», ο παπα-Κωνσταντίνος Ιω. Στράτη, ετών 52, ο παπα-Γεώργιος Παναγιώτη Ρίγλη, ετών 38, ο παπα-Γεώργιος του παπα-Κωνσταντίνου, ετών 28, ο παπα-Κωνσταντίνος του Μανόλη Κρητικού, ετών 28, όλοι εφημέριοι και λειτουργοί, αλλά και ο παπα-Γεώργιος Αναφιώτης, ετών 60, που δεν εφημέρευε και δε λειτουργούσε, «κρίμασιν οις οίδε Κύριος».
Τον Μάρτιο του 1881, γίνονται επισκευές στο ναό, ενώ το Σεπτέμβριο του 1888 μαρτυρείται γενική επισκευή του ενοριακού ναού και προστάζονται οι κάτοικοι να συνδράμουν με τα «φορτηγά ζώα» τους και με μεταφορά υλικών. Το Νοέμβριο του 1897, αποφασίζεται η κατασκευή του καμπαναριού του ναού, πάνω σε ήδη υπάρχουσα κτιστή βάση. Το έργο ολοκληρώνεται το Μάιο του 1901, και την επόμενη χρονιά, 1902, κατασκευάζεται και η μαρμάρινη βάση του, ενώ στις αρχές του 1909 πραγματοποιείται και η επίστρωση του προαυλίου του.
Έχουμε, τέλος, και την μαρτυρία μιας δημοπρασίας, για την ενοικίαση των στασιδιών του ναού του Ταξιάρχη, τον Απρίλιο του 1902. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1885, χειροτονήθηκε ιερέας εδώ ο Μανουήλ Ν. Κεχαγιάς, ενώ την ίδια χρονιά ο ιερέας Νεοχωρίου Γεώργιος Μακρής, που έχει οριστεί από το Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας, Γαβριήλ Β', αρχιερατικός επίτροπος της περιφέρειας, διαμαρτύρεται στον Ηγεμόνα, ότι οι Σάμιοι δεν τον αναγνωρίζουν και δεν του εξοφλούν τα αρχιερατικά δικαιώματα, επισυνάπτει μάλιστα, σχετικό κατάλογο οφειλετών, για να αποδοθούν οι οφειλές στο Γενικό Αρχιερατικό Επίτροπο, Αρχιμανδρίτη Νεόφυτο Ψάθα.
Στις 25 Νοεμβρίου 1886, αποφασίζεται η κατασκευή του κοιμητηρίου του Νεοχωρίου, τον Ιούνιο, όμως, της επόμενης χρονιάς οι κάτοικοι παρακαλούν να ανασταλεί η κατασκευή του, λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης του χωριού, την οποία έχει επιφέρει η παρατεινόμενη ξηρασία. Τελικά στις 17 Ιουνίου 1889 αποφασίζεται να κατασκευαστεί το κοιμητήριο στον περιτοιχισμένο ήδη σχετικό χώρο, επειδή λόγω των θαπτομένων στο ναό νεκρών, επικρατεί αφόρητη δυσωδία, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να μην μπορούν να εκκλησιαστούν.

Στην περιοχή του Νεοχωρίου υπήρχε και υδρόμυλος της μονής της Πάτμου, την οποία το μοναστήρι ενοικίαζε. Το 1840 ο μύλος ενοικιάστηκε από τον ιερέα Γεώργιο, που εφημέρευε στο χωριό, αλλά, καθώς δεν ήταν συνεπής στην πληρωμή του ενοικίου, η μονή τον έδωσε στο Μαραθοκαμπίτη Μανουήλ Φραγκονικολάου. Ωστόσο, η παπαδιά δυστροπούσε και δεν ήθελε να παραχωρήσει το μύλο στον ενοικιαστή, γι’ αυτό και τον Οκτώβριο του 1856 ο ηγούμενος της μονής, Δανιήλ, έστειλε στη Σάμο τον ιερομόναχο Ιωάσαφ Ξένο, ο οποίος τελικά, με τη συνδρομή των ηγεμονικών αρχών, έδωσε λύση στο πρόβλημα.
Το 1896 επισκευάζεται ο τοίχος και ο νάρθηκας του ναού των αγίων Αναργύρων του χωριού, που αποτελεί παρεκκλήσι της ενορίας. Επίσης, στο ενοριακό σύστημα ανήκουν οι ναοί της αγίας Τριάδος, του αγίου Αντωνίου, της αποτομής της κεφαλής Ιωάννου του Προδρόμου στις Φλέβες, της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής στα Παργουρέικα, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που εορτάζει στην απόδοση της εορτής, στην Κεφαλόβρυση, καθώς και του αγίου Κωνσταντίνου, στο Κούτσι, όπου βρίσκονται επίσης ερείπια παλαιότερου ναού, αποδιδόμενου από την προφορική παράδοση της περιοχής, στον άγιο Ιωάννη το Θεολόγο. Επίσης πρέπει να αναφερθεί, ότι από το Νεοχώρι καταγόταν ο ηγούμενος της μονής Ζωοδόχου Πηγής Σάμου, Χαρίτων Μακρής, μια σπουδαία μορφή του σαμιακού μοναχισμού, ίσως ο τελευταίος συνεχιστής της παλαιάς κολλυβαδικής παράδοσης, από την παλαιότερη γενιά των Σαμίων μοναχών.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, ο π. Χαρίτων προσήλθε στη μονή αγίας Τριάδος Μυτιληνιών, όπου υπήρξε υποτακτικός και συνεργάτης του ηγουμένου της μονής ιερομονάχου, Συνεσίου Γιάννου, και το 1933 μετακινήθηκε στη μονή Ζωοδόχου Πηγής, της οποία, μάλιστα, υπήρξε ηγούμενος από τις 15 Αυγούστου 1934 ως και την κοίμηση του σε βαθύ γήρας.

Ο π. Χαρίτων υπήρξε λαμπρή μορφή Σαμίου μοναχού, με έντονη κοινωνική παρέμβαση για την εποχή του και εκτεταμένο πνευματικό και ποιμαντικό έργο, το οποίο δεν έχει ακόμη πλήρως καταγραφεί. Έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί διάφορα περιστατικά, που φανερώνουν την ευστροφία και την διπλωματικότητά του, ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις, που καλλιέργησε με μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας, καθώς το 1935 υποδέχθηκε με υποδειγματικό τρόπο τον τότε διάδοχο του θρόνου, Παύλο, στη μονή. Μάλιστα, σχετική ερώτηση του βασιλιά πλέον Παύλου, προς τον Μητροπολίτη Σάμου και Ικαρίας, Ειρηναίο, στην επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους στη Σάμο το 1950, προκάλεσε την ενόχληση του ποιμενάρχη του νησιού, η οποία εκδηλώθηκε με οργή εναντίον του ηγουμένου και την τελική αναίτια τιμωρία του, καθώς ωραία περιγράφει ο Κώστας Γαρουφαλής, στον πρώτο τόμο των αναμνήσεών του. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό, ότι ουσιαστική αιτία, για την άρση της αργίας, που είχε επιβάλει ο Μητροπολίτης Ειρηναίος στον ιερομόναχο Χαρίτωνα, στάθηκε η πρόσκληση, που απηύθυνε προς τον τελευταίο ο Μητροπολίτης Ρόδου, Σπυρίδων, για να τον τοποθετήσει ηγούμενο της ροδιακής μονής της Φιλερήμου, ενώπιον της οποίας ο Ειρηναίος αναγκάστηκε να υποχωρήσει, για να μη χάσει η μονή τις υπηρεσίες του Χαρίτωνα.


Από όσα προηγήθηκαν, εύκολα κανείς καταλαβαίνει, ότι δεν είναι μόνο η γεωγραφική γειτνίαση, είναι και η πληθυσμιακή συγγένεια, που επιβάλλει τη συνεξέταση των ιστορικών ζητημάτων, που σχετίζονται με τα Σκουρέικα και το Νεοχώρι, καθώς τα δύο χωριά ουσιαστικά έχουν προέλθει το ένα από το άλλο. Και, φυσικά, η μελέτη της θρησκευτικής ζωής και της ιστορικής διαχρονικής πορείας τους, δεν μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από την εκκλησιαστική ζωή και ιστορία τους, καθώς στους ναούς κάθε χωριού, όπως και προηγουμένως είδαμε, έχουν αποτυπωθεί οι κυριότερες φάσεις της ιστορικής πορείας του οικισμού και των κατοίκων του. Αυτό οφείλεται στο ότι εθνότητα, θρησκευτική και πολιτιστική ταυτότητα, υπήρξαν για το Γένος μας πραγματικότητες, στενά συνδεδεμένες και αλληλεξαρτώμενες, στη μακρά διαδοχή των αιώνων της ιστορικής μας ύπαρξης.

6 σχόλια

  1. Stamatis Gounaris22 Ιουνίου, 2020

    Κύριε Γιώργο σας ευχαριστούμε πολύ για τις πληροφορίες!! Να είστε καλά!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χρήστος Παραγυιος22 Ιουνίου, 2020

    Εξαιρετική ανάλυση όσον αφορά τον π Χαρίτωνα γνωρίζω ότι διατηρούσε πνευματική σχέση με τον άγιο Νεκταριο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Xristina Efstathiou22 Ιουνίου, 2020

    Ειμαι απο το Νιχωρακι αλλα δεν ηξερα την ιστορια του
    Σας ευχαριστουμε!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. To αγαπημένο μου χωριό!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ευχαριστούμε κ. Γιώργο, σημαντικές πληροφορίες που δεν τις βρίσκεις εύκολα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αρχική σελίδα