Ο Καραγκιόζης βαστούσε από παλιά στην πόλη. Έδινε παραστάσεις στα μεγάλα καφενεία και στα χωράφια. Τελευταία περιοριζόταν στα Πευκάκια. Καθόταν κόσμος πολύς στα τραπεζάκια, σερβιρίζονταν τα δέοντα κι έριχνε στο πιατάκι του βοηθού που περιφερόταν, τα δίκην εισιτηρίου κέρματά του […]. Εκείνη τη χρονιά τον θυμάμαι τον Καραγκιόζη οπλαρχηγό του Κατσαντώνη[…]. Και εντωμεταξύ φέρνουν σιδηροδέσμιο τον αγέρωχο Κατσαντώνη…
Γονατίζουν τον Κατσαντώνη οι λιάπηδες και ακουμπάνε το κεφάλι του απάνω σ’ ένα αμόνι. Και ο σκυλάραπας ο δήμιος σηκώνει ψηλά τη βαριά και την κατεβάζει με δύναμη. Ακούγεται ένας απαίσιος ήχος καθώς σπάει το κρανίο και ποτάμι πετιέται κατακόκκινο το αίμα. Ο κόσμος -ακόμη και η τσαμπατζίδικη πιτσιρικαρία- έμπλεος φρίκης και τρόμου τινάζεται απάνω κραυγάζοντας.
Τι είχε συμβεί; Ο ευρηματικός καραγκιοζοπαίχτης είχε πετύχει τον τέλειο συγχρονισμό. Ως κατέβασε στο κεφάλι του Κατσαντώνη τη βαριά, προκάλεσε με το πόδι του στα σανίδια τον ήχο του σπασίματος του κρανίου και ταυτοχρόνως έχυσε πάνω στο πανί, ένα μπουκάλι κόκκινο μελάνι!...
Δυστυχώς δεν έχει διασωθεί το όνομα του δαιμόνιου καραγκιοζοπαίχτη. Ξέρουμε μονάχα πως ήταν από τα Κοντακέικα…».
[Κώστας Καλατζής: Πρόσωπα και τόποι του χθεσινού Νέου Καρλοβάσου]
Ο καραγκιοζοπαίχτης ήταν ο Νικόλαος Σοφούλης του Δημητρίου και της Αρχοντούς, που γεννήθηκε στα Κοντακέικα της Σάμου το 1896. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στις πλαγιές του Καρβούνη, κοντά στα γίδια του πατέρα του. Έχασε τη μητέρα του σε μικρή ηλικία και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε τη Μαρουδιώ Αλεξάνδρου, από την οποία απέκτησε τρία ακόμη παιδιά, το Γιώργο, τη Γραμματική και την Καλλιόπη. Ο Ν. Σοφούλης ανήκε στις άτυχες γενιές των κληρωτών, που σε νεαρή ηλικία βρέθηκαν στα πεδία των μαχών κατά τη διάρκεια της φοβερής δεκαετίας 1912-1922. Δεν έχει εξακριβωθεί εάν συμμετείχε στον μεγάλο Ευρωπαϊκό Πόλεμο στα πεδία της Μακεδονίας, πολέμησε όπως στο Μικρασιατικό Μέτωπο, όπου έχασε τον αμφιθαλή αδελφό του Βασίλη στις μάχες του Εσκί Σεχίρ.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες εάν ήταν αυτοδίδακτος ή εάν μαθήτευσε σε κάποιον άλλο καραγκιοζοπαίχτη. Δεν αποκλείεται να είχε παρακολουθήσει, σε νεαρή ηλικία, κάποιες παραστάσεις και να είχε αγαπήσει τον Καραγκιόζη. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι, ο Νίκος Σοφούλης ήρθε σε στενή επαφή με το ρεπερτόριο και τις τεχνικές παιξίματος του θεάτρου σκιών κατά τη διάρκεια της στράτευσης του, όταν ο Καραγκιόζης αποτελούσε τη μοναδική διασκέδαση στις στρατιωτικές μονάδες και πολλοί κληρωτοί καραγκιοζοπαίχτες έδιναν συχνά παραστάσεις για λογαριασμό φαντάρων και αξιωματικών. Πιθανόν μάλιστα ο Σοφούλης να συμμετείχε ως βοηθός, ή ακόμη να έπαιξε κι ο ίδιος σε κάποιες από αυτές, κάνοντας τα πρώτα του βήματα πίσω απ’ τον μπερντέ. Μετά την απόλυσή του από το στρατό, ο Σοφούλης άρχισε σιγά σιγά να δίνει παραστάσεις στο χωριό του, μέχρι που αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη. Παντρεύτηκε τη χωριανή του Αγγελίνα και απέκτησε δύο παιδιά, τον Αντώνη (γεν. το 1927) και τη Σταυρούλα. Στην αρχή της ιταλικής κατοχής, το 1941, μετακόμισε με την οικογένειά του στο γειτονικό χωριό Υδρούσα (Φούρνοι). Η απώλεια της συζύγου του στα δύσκολα εκείνα χρόνια, υπήρξε σκληρό πλήγμα γι’ αυτόν και τα ανήλικα παιδιά του. Κατάφερε να επιβιώσει και συνέχισε να δίνει παραστάσεις Καραγκιόζη μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ο Μπαρμπαν’κουλάκ’ς, ου Νίκους ου Καραγκιόζος όπως τον έλεγαν, ένας μικροκαμωμένος, ταπεινός άνθρωπος, που «δεν τον έπιανε το μάτι σου», μεταμορφωνόταν πίσω απ’ τη σκηνή. Με εξαιρετικές λαρυγγοφωνές έπλαθε όλους τους ήρωες του ελληνικού θεάτρου σκιών. Σύμφωνα με τους συγχωριανούς του, μπορούσε να κάνει δεκάδες διαφορετικές φωνές, με καταπληκτική ευχέρεια. Καλός τραγουδιστής και δεξιοτέχνης στην κίνηση των φιγούρων και στην οργάνωση της παράστασης. Έφτιαχνε ο ίδιος τις φιγούρες και τα σκηνικά των έργων από χοντρό χαρτόνι, που το σκάλιζε με κοπίδια, δημιουργώντας τα κατάλληλα κενά για την προβολή των ανατομικών χαρακτηριστικών και των λεπτομερειών της ενδυμασίας. Σε κάποιες φιγούρες κάλυπτε τα κενά με διάφορα έγχρωμα χαρτιά ή ταινίες, ώστε με το φως της σκηνής να δείχνει χρωματιστή, ενώ για την ένωση των αρθρώσεων (πόδια, μέση κ.ά.) χρησιμοποιούσε σπάγκο που τον έσφιγγε με μικρούς κόμπους κι απ’ τις δυο όψεις. Για το κράτημα και τη μεταβολή της φιγούρας χρησιμοποιούσε ένα ιδιόμορφο τύπο «σούστας» (λαβής). Ένα σιδερένιο κύλινδρο με μήκος γύρω στα 10 εκ., στο πίσω τμήμα του οποίου εφάρμοζε η ξύλινη λαβή, ενώ μπροστά δίπλωνε με μεντεσέ μια μεταλλική πλάκα μόνιμα προσαρμοσμένη στο σώμα της φιγούρας. Σύμφωνα με μαρτυρίες υπήρξε και καλός αγιογράφος.
Το ρεπερτόριο του μπαρμπανικολάκη περιλάμβανε όλων των ειδών τα έργα του Καραγκιόζη. Κωμωδίες (Ο Καραγκιόζης γιατρός, Ο Καραγκιόζης μάγειρας, Ο Καραγκιόζης γραμματικός κλπ.), ιστορικά, μυθολογικά και ηρωικά έργα (Κατσαντώνης, Αθανάσιος Διάκος, Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι, η ορφανή της Χίου) κ.ά. Ανάλογα με τις ανάγκες του έργου, καλούσε ένα ή δύο βοηθούς πίσω απ’ τη σκηνή, για να κρατούν ή να του δίνουν τις φιγούρες, καθώς αυτός έπαιζε, να τον βοηθούν στο ανέβασμα και στο κατέβασμα των σκηνικών, στο κάρφωμα και ξεκάρφωμα της σκηνής κ.ά.
Στα Κοντακέικα έστηνε τον μπερντέ του στα δύο μεγάλα καφενεία του χωριού, του Νίκου Βασιλάκη και του Σταύρου Χριστοδούλου, ενώ μερικές φορές έπαιζε σε γειτονικά χωριά και βέβαια στο Καρλόβασι, όπου έδινε καλοκαιρινές παραστάσεις στα Πευκάκια… Ο ντελάλης διαλαλούσε σε όλες τις γειτονιές το γεγονός « …Σήμερον στα Πευκάκια και ώρα … θα παιχθεί Καραγκιόζης με έργο …» και οι Καρλοβασίτες μεγάλοι και μικροί συνέρρεαν στον τόπο της παράστασης, στρώνοντας τσούλια και κουβέρτες κάτω απ’ τα πεύκα μαζί με το απαραίτητο βραδινό φαγητό που κατανάλωναν στα διαλείμματα, κατά τη διάρκεια ή μετά από το τέλος του έργου, όταν πολλές φορές στηνόταν ένα αυτοσχέδιο γλέντι με γραμμόφωνο και τον μπαρμπανικολάκη να τραγουδάει μερακλίδικους σκοπούς. Για την αμοιβή του καραγκιοζοπαίχτη και τα έξοδα της παράστασης, έβγαινε δίσκος όπου οι θεατές έριχναν τις πενταροδεκάρες τους. Στην Υδρούσα έδινε παραστάσεις (σχεδόν μέρα παρά μέρα) στα καφενεία του Κώστα Χατζηκωσταντή και του Ανδρέα Σουρή (στ’ Γκρα) και συχνά τα καλοκαίρια στην πλατεία του Αγ. Χαράλαμπου.
Ο Νίκος Σοφούλης υπήρξε σύμφωνα με όσους παρακολούθησαν παραστάσεις του, από τους καλύτερους καραγκιοζοπαίχτες που έπαιξαν στη Σάμο. Συγκρίνοντάς τον μάλιστα με μεταγενέστερους, αλλά και σύγχρονους καραγκιοζοπαίχτες που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια στην τηλεόραση, τον θεωρούν ανώτερο. Αν και δεν έχουμε στη διάθεσή μας κάποια καταγραφή παράστασης του Σοφούλη με οπτικοακουστικό μέσο, ούτε βέβαια σε γραπτό λόγο, ωστόσο, μέσα από την ιδιότυπη δομή, τα επιμέρους χαρακτηριστικά και τη δυναμική του λαϊκού θεάτρου σκιών, μπορούμε να ανιχνεύσουμε τη βασική αιτία των εγκωμιαστικών αυτών σχολίων για την τέχνη του εν λόγω καραγκιοζοπαίχτη.
Το θέατρο σκιών αποτελεί γνήσια έκφραση του νεοελληνικού πολιτισμού. Είναι προϊόν συλλογικής επεξεργασίας και ομαδικής δημιουργίας, καθώς παραδίδεται προφορικά από τον ένα τεχνίτη στον άλλο, διαμορφούμενο και ακατάπαυστα ξαναδημιουργούμενο από τους διαδοχικούς ερμηνευτές του μέσα από ένα συνεχή διάλογο με το κοινό. Με άλλα λόγια, η κάθε παράσταση Καραγκιόζη, στο πλαίσιο της προφορικής παράδοσης, δεν είναι ποτέ δυνατόν να ξαναπαιχτεί ολόιδια ακόμη και από τον ίδιο τον τεχνίτη. Αντίθετα ο κάθε ερμηνευτής, τηρώντας βέβαια τη βασική δομή του έργου, πλάθει την παράστασή του ανάλογα με τη διάθεση και τις απαιτήσεις του κοινού που την παρακολουθεί και το οποίο επηρεάζει καθοριστικά με τον έλεγχο και τις παραγγελίες του τη δουλειά του τεχνίτη. Έτσι, όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Γιάννης Κιουρτσάκης, "...καθώς ο διάλογος αυτός επαναλαμβάνεται από παράσταση σε παράσταση, το αρχικό δημιούργημα μεταμορφώνεται ασταμάτητα σ' ένα νέο έργο που τείνει να ανταποκριθεί ολοένα και πιο ικανοποιητικά στις ανάγκες και στα γούστα της ευρύτερης πολιτισμικής κοινότητας...".
Το μυστικό λοιπόν της μεγάλης επιτυχίας του Σοφούλη και της καθολικής αποδοχής του από το σαμιακό κοινό, πιθανότατα κρύβεται στην ίδια τη σχέση του με αυτό το κοινό. Παίζοντας, σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες, για πολλά χρόνια σ' ένα περιορισμένης γεωγραφικής έκτασης χώρο, με όμοια κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ο καραγκιοζοπαίχτης Σοφούλης γνωρίζει στην εντέλεια το κοινό των παραστάσεών του. Κι αν στο προπολεμικό Καρλόβασι συναντά πιο ετερόκλητο κοινό λόγω των πληθυσμιακών ιδιαιτεροτήτων της πόλης, στα χωριά Κοντακέικα και Υδρούσα, είναι σε θέση να γνωρίζει και προσωπικά, έναν προς ένα, τους θεατές της παράστασής του.
Το κοινό του ήταν ενήλικες και παιδιά, μια και ο Καραγκιόζης ήταν από τα ελάχιστα θεάματα της εποχής. Οι θεατές είχαν εξασκηθεί στην παρακολούθηση Καραγκιόζη και ήταν απαιτητικοί ως προς την ποιότητα της παράστασης και την απόδοση του καραγκιοζοπαίχτη. Ακόμη και τα παιδιά εκείνης της εποχής γνώριζαν πολλά για τους τρόπους ανάπτυξης και εκτέλεσης ενός έργου του θεάτρου σκιών και δεν ήταν καθόλου παθητικοί και αποστασιοποιημένοι θεατές, όπως συμβαίνει σήμερα. Είναι γνωστό ότι, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αλλά και τα επόμενα χρόνια, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 περίπου, ο Καραγκιόζης, εκτός από θέαμα, ήταν από τις πιο αγαπημένες και δημοφιλείς ενασχολήσεις των παιδιών. Ιδιαίτερα, μετά το κλείσιμο των σχολείων, μικροί και μεγάλοι μαθητές, με τη βοήθεια των χαρτοκοπτικών (τυπωμένων χαρτιών με φιγούρες) και των φυλλαδίων Καραγκιόζη, κατασκεύαζαν ερασιτεχνικές χάρτινες φιγούρες, έστηναν πρόχειρους μπερντέδες κι έδιναν παραστάσεις στις γειτονιές (συνήθως σε κήπους και αυλές σπιτιών). Οι καλύτεροι από αυτούς, εξασφάλιζαν κι ένα μικρό χαρτζιλίκι από τον οβολό των θεατών. Στην πλειοψηφία του, το παιδικό κοινό του Καραγκιόζη είχε το κριτήριο να διακρίνει μια καλή και μια μέτρια ή κακή παράσταση και ως εκ τούτου δεν ήταν καθόλου αμελητέα.
Πρόκειται λοιπόν για ένα κοινό απόλυτα εξοικειωμένο με τους κώδικες και τις συμβάσεις της τέχνης των σκιών, ένα κοινό "συμβατό" με τη συλλογική διάσταση κάθε παράστασης. Γέννημα-θρέμμα αυτού του κοινού, ο Σοφούλης καταφέρνει να συνδιαλέγεται μαζί του, αυτοσχεδιάζοντας και πλάθοντας την παράσταση ανάλογα με τις ανάγκες και τα γούστα των θετών του μπερντέ του. Ατάκες που αφορούν συνήθειες ή κουσούρια συγχωριανών, αστεία που αναπαράγουν ντόπια περιστατικά ή την επικαιρότητα της γειτονιάς, του χωριού, σατιρικές αναφορές στην τοπική εξουσία, εντάσσονται με χαρακτηριστική άνεση και επιτυχία στο βασικό κορμό του έργου, προκαλώντας ενθουσιασμό και άφθονο γέλιο στο "υποψιασμένο" κοινό του, το οποίο παράλληλα με τις φωνές, τις παραγγελιές και γενικά τη θετική ή αρνητική διάθεση που εκδηλώνει, στέλνει συνεχή μηνύματα στον καραγκιοζοπαίχτη για το εύρος της απήχησης των επιμέρους σκηνών ή περιστατικών της παράστασης.
Είναι χαρακτηριστική η φράση του Δημ. Φιλιππή από το Καρλόβασι, που σαν παιδί είχε παρακολουθήσει πολλές παραστάσεις του Σοφούλη, "...αυτός είχε το σαμιώτικο χιούμορ...". Με τη φράση αυτή διέκρινε το Σοφούλη από τους άλλους καραγκιοζοπαίχτες που έπαιξαν στη Σάμο. Έτσι, καθώς ο διάλογος αυτός επαναλαμβάνεται από παράσταση σε παράσταση, ο καραγκιοζοπαίχτης Σοφούλης αποτυπώνει και ενσωματώνει στο έργο όλα τα επιμέρους στοιχεία που βρίσκουν θετική ανταπόκριση στους θεατές του, τροποποιώντας διαρκώς το αρχικό του δημιούργημα και διαμορφώνοντας ταυτόχρονα ένα ιδιαίτερο ομαδικό ήθος στο σύνολο των θεατών, ώστε να μεταμορφώνει τη σύναξη τους σε "κοινό" που τα μέλη του "...μετέχουν στο δράμα του χάρτινου θιάσου και τείνουν να ταυτιστούν συλλογικά με τον πλασματικό του κόσμο...".
Στα διαδραματιζόμενα πάνω στο μπερντέ του Σοφούλη, στα αστεία, στα πειράγματα, στις κωμικοτραγικές καταστάσεις, στα τραγούδια, στη σαμιώτικη προφορά του Καραγκιόζη, οι θεατές αναγνωρίζουν τα προσωπικά τους βιώματα, μέσα σε μια εορταστική συνάθροιση, μακριά από τη σκληρή πραγματικότητα της καθημερινής βιοπάλης.
Τη δεκαετία του 1950, ο κινηματογράφος αποτελεί πλέον το σοβαρότερο ανταγωνιστή του Καραγκιόζη που μετατρέπεται σταδιακά σε ψυχαγωγία για παιδιά. Η προφορική παράδοση έχει ατροφήσει, ενώ οι καραγκιοζοπαίχτες προσπαθούν να προσαρμόσουν την τέχνη τους στο πλαίσιο της αστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, με νέα "μοντέρνα" έργα και στοιχεία που δανείζονται από εφημερίδες και περιοδικά, αλλά και νέες τεχνικές του μπερντέ με περισσότερα εντυπωσιακά σκηνικά εφέ, σαν απάντηση στην κινηματογραφική εικόνα.
Την εποχή αυτή εμφανίζεται στη Σάμο ο καραγκιοζοπαίχτης Αβραάμ, που διαμένει μεγάλα χρονικά διαστήματα στο νησί, δίνοντας σχεδόν καθημερινά παραστάσεις στο Καρλόβασι και στα γύρω χωριά. Άριστος τεχνίτης και ταχυδακτυλουργός ο Αβραάμ, αλλά και σπουδαίος λαϊκός ζωγράφος με όμορφες χρωματιστές φιγούρες και εντυπωσιακά σκηνικά, εκτοπίζει τον Σοφούλη από τα Πευκάκια, την "κεντρική σκηνή" του καραγκιόζη στο Καρλόβασι. Ο Σοφούλης τώρα πια στήνει τώρα το μπερντέ του στο καφενείο "Ο Κερκετεύς" (γνωστό ως Μεγάλος Καφενές) στη συνοικία Καναπτσέικα Νέου Καρλοβάσου, όπου συχνάζουν εργάτες και ταμπάκηδες από τα πολλά βυρσοδεψεία της πόλης. έτσι, για ένα διάστημα στο Καρλόβασι, συνυπάρχουν ο καραγκιόζης του Αβραάμ στα Πευκάκια, να ψυχαγωγεί ως επί το πλείστον τα αστικά και μικροαστικά στρώματα της πόλης και ο Καραγκιόζης του Σοφούλη στο Μεγάλο Καφενέ, απόλυτα συμβατός με το λαϊκό γούστο του κοινού που προέρχεται κυρίως από τα εργατικά και αγροτικά στρώματα των γύρω συνοικιών. Όλα αυτά σε μια περίοδο που ο Καραγκιόζης προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, που αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού.
Όταν τα χρόνια βάρυναν στο κορμί του και σταμάτησε τον Καραγκιόζη, ο Νίκος Σοφούλης ασχολήθηκε με ένα μικρό κτήμα που είχε κοντά στην Υδρούσα, όπου έπλεκε και πουλούσε καλάθια, ενώ μέσα στο χωριό νοίκιασε το καφενείο του Γιάννη Σωτηρίου και έκανε τον καφετζή. Πέθανε στις 14 Μαρτίου 1977 στο Νοσοκομείο Σάμου από αναπνευστική ανεπάρκεια και η λήθη σκέπασε τη μνήμη του.
Δυστυχώς, δεν διασώθηκε ούτε ένα μικρό τμήμα από τον πλούσιο εξοπλισμό (σκηνικά, φιγούρες) της τέχνης του Νίκου Σοφούλη, καθώς το υλικό αυτό διασκορπίστηκε και καταστράφηκε μετά το θάνατό του. Ο Νίκος Μαργαρώνης, που μικρός τρύπωνε πίσω απ' τον μπερντέ του θείου του και τον βοηθούσε, διέσωσε κάποιες απ' τις φιγούρες και τις φύλαξε όλα αυτά τα χρόνια ως ένδειξη σεβασμού στη μνήμη του. Μπορεί σήμερα, για πολλούς από εμάς να μην σημαίνουν τίποτε περισσότερο από κακοφτιαγμένα χαρτόνια, παραμένουν όμως σπάνια τεκμήρια μιας καθημερινότητας που υπήρχε πριν μερικές δεκαετίες στο νησί μας, πολύτιμα ίχνη στη συναρπαστική αναζήτησή της.
Η έρευνα για το Νίκο Σοφούλη δεν ολοκληρώνεται στο πλαίσιο αυτού του μικρού κειμένου. Πολλά ερωτήματα (για το ρεπερτόριο, τις τεχνικές, τους τόπους των παραστάσεων κ.ά.) παραμένουν σε γενικές γραμμές αναπάντητα. Η συμβολή του Σοφούλη στη σαμιώτικη ιστορία του καραγκιόζη, δεν μπορεί να αποτυπωθεί με σαφήνεια, γιατί πολλά σημεία της δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στον κ. Νίκο Μαργαρώνη απ' την Υδρούσα, καθώς και στη μητέρα του Γραμματική Μαργαρώνη-Σοφούλη (αδελφή του καραγκιοζοπαίχτη) για τις πληροφορίες που μου έδωσαν και το φωτογραφικό υλικό από το οικογενειακό τους αρχείο.
Ντίνος Θ. Κόγιας
Περιοδικό Μεθόριος του Αιγαίου
Τεύχος 29
Ιούλιος Σεπτέμβριος 2008
~*~
Αναζητώντας μέσα στο συγγραφικό έργο του Ντίνου Κόγια έπεσα πάνω στο συγκεκριμένο δημοσίευμα του στο περιοδικό Μεθόριος του Αιγαίου, το οποίο αφού διάβασα μονορούφι, θεώρησα ότι έπρεπε να "πιάσει στασίδι" στο καταφύγιο του Μπάλου και να αναδειχτεί, αφού η υπέροχη καταγραφή του συγκινεί βαθιά και το κεντρικό πρόσωπο-ήρωας της ιστορίας του, μόνο άξιο λήθης δεν είναι...
για την αντιγραφή Γιώργος Βαρβάκης
Εξαιρετική η έρευνα γείτονα. Συγχαρητήρια στον Κόγια αλλά και σε σένα που την ανέσκαψες !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο καλημέρα. Υπέροχο κείμενο μνήμης για ανθρώπους και χαρακτήρες λησμονημένους που ζήσαμε τόσο κοντά στα παιδικά μας χρόνια και με νοσταλγία αναφερόμαστε σήμερα. Τον ζήσαμε τον μπάρμπα Νικολάκ. Το γέλιο και την διασκέδαση σκορπούσε στην εποχή του. Ηταν ξεχωριστός πέραν της αναγνωρισμένης αξίας του σαν καραγκιοζοπαίχτης. Μποέμ και θυμόσοφος, μερακλής σε όλα. Καλλιτέχνης και στο βαψιμο με υδροχρώματα με διαφορες σκόνες που χρησιμοποιούσε. Τελευταία διατηρούσε το καφενείο του Σωτηρίου στην πλατεία του Αγ. Αθανασίου, μάλιστα πρώτος έφερε πικ- απ στο χωριό και η συλλογή του σε 45αρια τεράστια. Πιστός του σύντροφος μέχρι τα βαθιά γεράματα ο "φαρούκ" πασίγνωστο σε ολο το χωριό μικρόσωμο σκυλάκι του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιγούρες δικές του ειχα δεί πριν απο χρόνια πεταμένες σε ενα κατόι κοντα στην "Λόντζα". Πολιτιστικός θησαυρός - κρίμα που χαθήκαν.
Παιδιά και μείς στο χωριό, πολλές φορές μιμηθήκαμε υποτυπωδώς την τέχνη του.
Φχαριστουμει για τ'ν αναρτησ',κριμα π' δεν υπαρ'χνει οι φιγουρις κι αλλα απ' του εργου τ' .Αυτα εινει θησαυροι πουλιτιστικης κληρουνουμιας κι θα 'πριπει να τα 'χαμει σι μουσειου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια Γιώργο για την εκτενή παρουσίαση!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή