Η Ιστορία Του Ιούδα


Απόσπασμα από το βιβλίο της Έλσας Χίου «Σινιάλα με καθρέφτες»
Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό  "Καταφύγιο"

Η ιστορία του Ιούδα δεν είναι παραμύθι. Και η συνήθεια να τον κρεμάνε κάθε Μεγάλη Πέμπτη κάτω από το πλατάνι του Αϊ Νικόλα κρατάει αιώνες.
Ένας αχυράνθρωπος είναι ο Ιούδας. Ένα καλοκαμωμένο σκιάχτρο σαν αυτά που σκιάζουν τα πουλιά, και φοβίζει κάθε χρόνο τις συνειδήσεις των νησιωτών.
Ο Ξιφιός τον φτιάχνει με αγάπη κάθε τέτοια μέρα, επειδή πιστεύει πως η προδοσία του Ιούδα είναι ένας αναπόφευκτος προορισμός και πως τίποτα δεν θα γινόταν χωρίς αυτή την προδοσία. Ούτε Πάθη ούτε Ανάσταση. Γι αυτό ζωγράφιζε ο γέρος πάνω στο κολοκυθένιο πρόσωπο του Ιούδα δυο τεράστια τραγικά μάτια κι ένα πικρό στόμα στο σχήμα της ανώφελης μεταμέλειας.
Κάθε Μεγάλη Πέμπτη όλοι οι κάτοικοι του νησιού έρχονται σιωπηλοί ως τον πλάτανο και δίνουν στον Ξιφιό από ένα κομμάτι πανί κομμένο σαν τετράγωνο ή στρογγυλό μπάλωμα. Κανείς τους δεν ξέρει πως ξεκίνησε αυτό το έθιμο με τα μπαλώματα τα οποία ο Ξιφιός ράβει με προσοχή ένα ένα πάνω στο παραγεμισμένο κορμί του σκιάχτρου, ακούγοντας ποια αμαρτία αντιπροσωπεύει το καθένα.
Γιατί οι νησιώτες πάνω στο κάθε μπάλωμα έβαζαν κι από ένα ελάττωμά τους και το φόρτωναν στο κορμί του Ιούδα για ν’ απαλλαχτούν οι ίδιοι από το βάρος του.
«Το θυμό μου πάρε. Το θόλωμα του νου μου. Την ευχαρίστησή μου να βρίζω την καλή μου τη γυναίκα χωρίς να φταίει. Αυτό το διάβολο που με κάνει να συμπεριφέρομαι σαν αγρίμι».
Ήταν ο Μανιός, μ’ ένα βυσσινί μπάλωμα από παλιά τσόχα. Ο Ξιφιός το ‘ραψε στην αριστερή μεριά του σακακιού του Ιούδα σαν παράσημο.
«Την απληστία μου πάρε, που δεν με αφήνει να κοιμάμαι τις νύχτες και με κάνει να σκέφτομαι τα σύνορα των χωραφιών μου. Το δαίμονα που με παρακινεί να παραμερίζω τα παλούκια σε βάρος του γείτονά μου. Την ευχαρίστηση πάρε, αυτή που νιώθω για μια σπιθαμή κλεμμένο χώμα».
Αυτός ήταν ο άντρας της Σταματίνας της μπακάλισσας και πίσω του η ίδια, μ’ ένα κίτρινο μπάλωμα μεταξωτό.
«Ε να… Την καταλαλιά μου έχω κι εγώ. Μ’ αρέσουν τα κουτσομπολιά. Το ξέρεις , γέρο, παρασύρομαι. Και πώς να κάνω το στραβό ίσο; Ε, να. Την ακράτεια της γλώσσας μου πάρε. Την ευχαρίστηση που νιώθω να κατακρίνω τους άλλους».
Πέρασε κι ο Ρούφουλας και είπε σιγανά.
«Την ξιπασιά μου πάρε. Εμένα τον ίδιο πάρε. Είμαι ολόκληρος ένα πάθος».
Κι έδωσε ένα κουρέλι μαύρο, σαν ξεσκλίδι από γεροντικό τσεμπέρι, που ο Ξιφιός το κρέμασε στο λαιμό του Ιούδα σαν φουλάρι.
Πέρασαν όλοι ως το βράδυ και γέμισε ο Ιούδας πολύχρωμα μπαλώματα που κραύγαζαν του κόσμου τις κακίες.
Αργά πέρασε κι ο Λουκάς φέρνοντας ένα πράσινο ζωνάρι.
«Την ικανότητά μου να πληγώνω τους άλλους πάρε. Την πεποίθηση πως τα ξέρω όλα. Την έπαρσή μου κι αυτή τη διαβολεμένη συνήθεια της καρδιάς μου να κλαίει και να μισεί οτιδήποτε της πάει κόντρα. Αυτό πάρε, γέρο. Αυτό. Που δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου».
Σ’ όλα τούτα το παιδί είναι μάρτυρας κάθε χρόνο. Πρώτο παίρνει το κάθε μπάλωμα και το απλώνει στο γόνατό του να το ξεζαρώσει κι ύστερα το δίνει στον Ξιφιό και κρατάει καλά το αχυρένιο σώμα βοηθώντας το γέρο να τα ράψει. Και πάντα μένουν τελευταίοι με το γέρο, διαπιστώνοντας πως κάθε χρόνο τα ίδια ελαττώματα φορτώνουν στον Ιούδα οι χωριανοί και πως παρόλο που τα γνωρίζουν καλά, είναι τόσο δικά τους, που ξαναγυρίζουν από μόνα τους στις καρδιές τους μετά την Ανάσταση.
Ο Ξιφιός ράβει τελευταίο το δικό του μπάλωμα. Συνήθως το τοποθετεί κατάστηθα.
«Την ανάγκη μου να με λένε καλό πάρε. Την αδυναμία μου να λέω όχι. Τη ματαιοδοξία μου να εξυπηρετώ τους ανθρώπους για να μου λένε ευχαριστώ. Ας ήταν να μπορούσα να βρίσω έναν άνθρωπο που μ’ εκμεταλλεύεται. Ας ήταν να μπορούσα να τον χαστουκίσω. Προτιμώ να με χρησιμοποιούν για να ‘χω την ευγνωμοσύνη τους παρά ν’ αντιδράσω κι έτσι να προκαλέσω την δυσαρέσκειά τους. Τι δαίμονας κι αυτός να θέλω να γίνομαι καλός για τον καθένα»
Το παιδί έβγαλε από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο λουλουδάτο μπάλωμα και το έραψε στην μπουτονιέρα του Ιούδα. Έμοιαζε με πολύχρωμο τριαντάφυλλο, έτσι όπως το σούρωσε με μεγάλες βελονιές.
«Τη ζήλια μου πάρε» είπε. «Κι όλα τα άλλα που ξέρεις. Μόνο ένα δεν σου δίνω…» σταμάτησε απότομα το παιδί σ’ αυτή τη φράση και τη συνέχισε από μέσα του. Την αγάπη μου για τη δασκάλα. Ακόμα κι αν είναι αμαρτία. Δε σ’ τη δίνω.
Πρώτη φορά ο γέρος δεν μπόρεσε να διαβάσει με τις σπιθίτσες των ματιών του τη σκέψη του παιδιού. Προσπαθούσε να διαβάσει στη δική του καρδιά ένα γιατί που τον βασάνιζε κάθε χρόνο τη μέρα του Ιούδα. Και παρ’ όλη τη σοφία του ο Ξιφιός δεν έβρισκε άκρη.
Τη Μεγάλη Παρασκευή η δασκάλα ήρθε στον Αϊ Νικόλα κρατώντας ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα για τον Επιτάφιο. Τρόμαξε βλέποντας τον κρεμασμένο στον πλάτανο Ιούδα με τα πολύχρωμα μπαλώματα. Το παιδί καθόταν με τις γυναίκες και τις γριές γύρω από τον γυμνό Επιτάφιο και βελόνιαζε λευκές μαργαρίτες σε κίτρινο σπάγκο φτιάχνοντας γιορντάνια. Οι γριές έδεναν ματσάκια δεντρολίβανο στις ξύλινες κολονίτσες του Επιταφίου σιγομουρμουρίζοντας μοιρολόγια του Χριστού. Η δασκάλα χαμογέλασε στο παιδί και κάθισε δίπλα του αρχίζοντας αμίλητη να φτιάχνει δικό της γιορντάνι.
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα…» έψελνε η Σταματίνα.
Κι ήταν μαύρος ο ουρανός, βαρύς, κι η θάλασσα δερνόταν πάλι από τη λύσσα της νοτιάς κι ήταν ξανά αποκλεισμένο το νησί κι ο παπάς δεν είχε έρθει. Μόνες τους οι γυναίκες αποκαθήλωσαν τον Χριστό και ξάπλωσαν στον Επιτάφιο το ζωγραφισμένο του σώμα, πάνω σε χρυσοκέντητο καμβά με πούλιες και ρουμπινιές χάντρες. Τον σκέπασαν με ροδόφυλλα, μαδώντας τα τριαντάφυλλα της δασκάλας, κι άναψαν πάνω στις τέσσερις κολόνες του Επιταφίου χοντρά μελισσοκέρια.
«Δεν έφερες μπάλωμα για τον Ιούδα» είπε το αγόρι σιγανά στη δασκάλα του.
«Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτό».
«Έλα, πάμε»
Βγήκαν από την εκκλησία και στάθηκαν κάτω από τα χοντροπάπουτσα του κρεμασμένου αχυράνθρωπου.
«Τον βλέπεις; Σηκώνει όλα μας τα κουσούρια. Πρέπει να του κολλήσεις και το δικό σου»
«Ποιο απ’ όλα;» χαμογέλασε εκείνη.
«Το πιο βαρύ»
Η δασκάλα έβγαλε το μαντηλάκι που φορούσε στο λαιμό και το έδεσε στον παραφουσκωμένο αστράγαλο του Ιούδα.
«Την ανεπάρκειά μου», είπε.
«Τι κουσούρι είναι αυτό;» ρώτησε το παιδί.
«Το πιο βαρύ, όπως μου ζήτησες. Είμαι λίγη. Είμαι πολύ λίγη και κάνω τη σπουδαία».
Εκείνη τη νύχτα η δασκάλα ξενύχτησε τον Χριστό μαζί με τις γυναίκες και το παιδί μέσα στο μισοσκόταδο των κεριών, ψέλνοντας εγκώμια και διαβάζοντας στίχους που είχαν γράψει μεγάλοι ποιητές για Εκείνον και για την Παναγιά του πένθους, την οποία είχε δίπλα της η δασκάλα, πάνω σε ένα μικρό τραπεζάκι.
Ήταν μια παμπάλαια εικόνα με τη μητέρα του Χριστού ντυμένη στα μαύρα. Η θλίψη κατακάθιζε στα γλυκά της μάτια τόσο καρτερικά όσο χρειάζεται για να γλυκαίνει ο πόνος των ανθρώπων που την κοιτάζουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Αρχική σελίδα