Μετά από μερικά αθυρόστομα στιχάκια, ένας σάτυρος πετάχτηκε από κάποιο τραπέζι. Μάτι γυρισμένο, πρόσωπο κόκκινο και ολοΐδρωτο, μαλλί όρθιο. Γονάτισε δίπλα μου κι έχωσε το αυτί του στην τσαμπούνα. Όταν η κεφαλή του γέμισε καλά καλά με τη σκληριά της τσαμπούνας, άνοιξε το στόμα του κι άρχισε βροντόφωνα έναν ποταμό από στιχάκια.
Έψαλε το μουνί και τον πούτσο, τους γέρους και τις γριές, τους παπάδες και τις καλογριές, εμάς τους παρισταμένους, έλεγε κι ακόμα έλεγε, με τη βαριά του βόρια προφορά, και τελειωμό δεν είχε. Κανείς δεν ξέρει πόση ώρα κράτησε το τραγούδι του, γιατί όσο τον ακολουθούσαμε, ακούγοντας και επαναλαμβάνοντας, η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί.Αφού ξεθύμανε, πιάσαμε κουβέντα. Σαμιώτης της Αθήνας. Πενηντάρης. Θυμόταν όλη του τη ζωή τα αποκριάτικα γλέντια του χωριού του με την τσαμπούνα, κι είχε καημό να μάθει κι αυτός. Εκείνο τον καιρό είχε μόλις κανονίσει να βρει ένα όργανο στη Σάμο. Αλλάξαμε τηλέφωνα για να τα πούμε.
Μετά από μερικές εβδομάδες το κανονίσαμε. Άνοιξα την πόρτα κι αντίκρισα έναν άλλο άνθρωπο: χαμογελαστό, καλοχτενισμένο, ταπεινόφωνο, με το πεσκέσι του για την επίσκεψη, και μ’ έναν μόλις απόηχο της βαριάς σαμιώτικης προφοράς. Μιλήσαμε για πολλές ώρες για τσαμπούνες και μουσικές.
Έτσι γνώρισα τον κυρ-Κώστα, που αργότερα έμαθα να τον φωνάζω Γκελέσο.
Ο Κώστας έμαθε πολύ γρήγορα τσαμπούνα, αφού στην ουσία ήξερε πάντα: την είχε μέσα του εξ απαλών ονύχων, κι απλώς χρειαζόταν να του δείξουν τις δαχτυλιές και το φύσημα. Άρχισε να έρχεται στα τσαμπουνογλέντια που γίνονταν όλο και πιο συχνά εκείνα τα χρόνια (κι ακόμα) στην Αθήνα, σε πλατείες, λόφους και ταβέρνες. Έπαιζε και τραγουδούσε όλο τον χρόνο, αλλά η χρυσή του εποχή ήταν η Αποκριά, με τα γαμοτράγουδα που έλεγε αυστηρά και μόνον τότε. Όσοι τρέχουν πίσω από τις τσαμπούνες, δηλαδή όχι και λίγος κόσμος, πολύ σύντομα εμπέδωσαν ότι απόκριες χωρίς Γκελέσο δε γίνονται. Τέτοιες μέρες όλοι λέμε γαμοτράγουδα, κι όμως, για να πούμε ότι καταλάβαμε Απόκριες, τον Γκελέσο περιμένουμε.
Σύντομα ο Κώστας άρχισε να μου μαθαίνει κι εμένα τσαμπούνα. Ταξιδέψαμε μαζί στη Σάμο. Μου γνώρισε όλους τους τσαμπουνιέρηδες του νησιού, λιγοστούς και -πλην ενός, του Μανώλη Λεβισιανού- ηλικιωμένους, οριακά ενεργούς. Γλέντια δεν είχε να με πάει, γιατί ήταν πια σπάνια: η τσαμπούνα ήταν, λες κρυμμένη.
Από αυτούς τους γέροντες, κι από τον Κώστα, έμαθα ότι στη Σάμο η τσαμπούνα επί δεκαετίες παιζόταν μόνο Απόκριες, μέχρι που κι αυτή η συνήθεια άρχισε να ατονεί. Το ρεπερτόριο είχε περιοριστεί σε 4-5 σκοπούς, με κυριότερο το “Λέτε το”, τον σκοπό των γαμοτράγουδων, που λέγονταν -όσο λέγονταν πια- όλες τις Απόκριες αλλά κατεξοχήν την Καθαρά Δευτέρα. Πλέον κόντευαν κι αυτά να εγκαταλειφθούν, βρίσκονταν ωστόσο ακόμα μερικοί, που σε πείσμα της γενικότερης τάσης, τα ήξεραν, τα ήθελαν και τα γλεντούσαν. Κι η ίδια η τσαμπούνα είχε περιπέσει σε γενική απαξίωση, εκτός από κάποιες μεμονωμένες παρέες, σκόρπιες σε διάφορα χωριά του νησιού, που τη ζητούσα.
Το πάθος του Γκελέσου για την τσαμπούνα και το εκστατικό κέφι που χαρίζει αναμετρήθηκε με τη συλλογική λήθη.
Με το που κουτσόμαθε τους πρώτους σκοπούς, έφερε την τσαμπούνα του παντού στο νησί, είτε ήταν είτε δεν ήταν Απόκριες: σε γάμους, σε παρέες, σε ταβέρνες και σπίτια. Όπου τον έπαιρνε, καλούσε κι άλλους τσαμπουνιέρηδες από τη Σάμο, τα άλλα νησιά ή την Αθήνα, αλλιώς μόνος. Έριξε τον σπόρο του παντού. Άλλοτε έπεφτε σε βράχο, άλλοτε σε μια χούφτα εύφορο χώμα. Δέχτηκε απόρριψη, αδιαφορία, σφαλιάρες, αλλά εισέπραξε και μερικά χειροκροτήματα, γαργάλησε μερικά ποδάρια που σηκώθηκαν να χορέψουν, κι έτσι δεν το έβαλε κάτω.
Σταδιακά ανακάλυψε ότι η πετριά του, ήταν μέρος μιας γενικότερης στροφής προς τα παλιά λαϊκά όργανα και τις γλεντιστικές τελετουργίες, που εκδηλώθηκε λίγο μετά το 2000 πανελληνίως, αρχικά σκόρπια και δειλά δειλά, σταδιακά κερδίζοντας ορμή.
Ανταλλάσσοντας δύναμη και έμπνευση με ομοιοπαθείς του από όλο το Αιγαίο, και τελικά και από τη Σάμο, έφτασε να αποκαταστήσει την τσαμπούνα ως υπαρκτό και αγαπητό στοιχείο της σαμιώτικης λαϊκής κουλτούρας.
Οι Αποκριάτικες τσαμπουνοπατινάδες που καθιέρωσε, ξεκινώντας από τα “Τσαμπουνομπούρνελα” στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Παν’ Βαθύ, είναι πια θεσμός. Κάθε Αποκριά, τα χωριά, τα μαγαζιά και οι παρέες στη Σάμο που θέλουν τσαμπούνα είναι πια τόσα που δε φτάνει ένας, έτσι τα μοιράζεται με τον Λεβισιανό και τους άξιους μαθητές του.
Στον πρώτοι του δίσκο “Λέτι του να σας χαρώ” (2012), ο Γκελέσος αποτύπωσε και μας μετέφερε την εμπειρία της Σαμιώτικης Αποκριάς μέσα από 99 παραδοσιακά δίστιχα στους σκοπούς της τσαμπούνας. Το εγχείρημα ήταν ιδιαίτερα τολμηρό. Σκέτη φωνή με τσαμπούνα, τραχύς ήχος, αέναες επαναλήψεις, μινιμαλιστικός παροξυσμός. Ο στίχος ακροβατεί ανάμεσα στο βωμολοχικό κι όμως αθώο χωριάτικο χιούμορ και στην κοινή χυδαιολογία, χωρίς ποτέ να ξεπέφτει στη δεύτερη.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Εύη Σιμοπούλου "Κατέβασμα από την Αγία Ματρώνα (2009)
Ν. Κυπαρίσσης, Γ. Φώκος, Μ. Βουλαρίνος, Γκελέσος
Απολαύστε υπεύθυνα.
Περικλής Σχινάς
Οργανοπαίχτης, Δρ. Εθνομουσικολογίας ΕΚΠΑ
αντιγραφή και μεταφορά από το ένθετο του δίσκου Γ. Βαρβάκης
-----------------------------------------------------------------------------------------
Σ' αυτόν το δεύτερο δίσκο με τα Αποκριάτικα τραγούδια της Σάμου, στην αρχή κάθε ενότητας τραγουδάνε οι γέροντες και οι γερόντισσες: Γεωργία Γιουράκη από τους Μανωλάτες, Κώστας Κρητικός και Γιάννης Γούναρης από το Βαθύ και Ελένη Γαλανού-Βακάλη από το Παλαιόκαστρο.
Τον Γκελέσο συνοδεύει η Παρέα: Γιώργης Νίκας, Νίνα Καραμολέγκου, Λάζαρος Σαββίδης, Κορίνα Γαβαλά, Στέλλα Καλιαμπάκου, Ελένη Παπαχριστοδούλου, Βασίλης Μιχαϊλίδης και Μίνα Χιώτη.
Ολόκληρος ο δίσκος βρίσκεται στο YouTube στο κανάλι του Κώστα Παπαχριστοδούλου
Συνιστώ ανεπιφύλακτα την αγορά του δίσκου από τον ίδιο τον τσαμπουνιέρη, (τηλ. επικοινωνίας 6972250859 Κ. Παπαχριστοδούλου) γιατί μέσα στο πολύ όμορφο ένθετο (επιμέλεια Γιώργης Νίκας, Γκελέσος) θα βρείτε όλους τους στίχους των τραγουδιών και θα συνεισφέρετε στη διατήρηση και παραπέρα πορεία του πανάρχαιου αυτού παραδοσιακού - Διονυσιακού οργάνου.
Σας ευχαριστούμε πολύ κ. Γιώργο, Καλές Απόκριες και σε εσάς!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχη ανάρτηση Γιωργο!! Καλή Τσικνοπέμπτη!! Καλές Απόκριες!!!‼️
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτη γειτονιά μας, στην Αγ. Ματρώνα στο Πάνω Βαθύ, αυτές τις μέρες γινόταν το έλα να δεις. Ντυνόταν ''μπαμπουέρδις'' όλοι οι μεγάλοι της γειτονιάς κι έκαναν την καμήλα, τη γαϊδάρα, τον αράπη, τσούρμο μεγάλο έκανε βόλτα όλο το χωριό. Κι εμείς τα παιδιά, Γκιλέσδις, Φώκους, Λιόντιδες, Χατζηγιουργάκινις, Χαρίτσιδες, Κοπανιάριδες τρέχαμε από πίσω και...'χουάζαμι'. Έτσι μεγαλώσαμε. Μ αυτά τα ακούσματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία ανάρτηση!! Καλή Αποκριά!
ΑπάντησηΔιαγραφή